Πριν λίγο καιρό οι εκδόσεις
ΑΓΡΑ, μου έστειλαν ένα μικρό βιβλιαράκι της σειράς «Ο άτακτος λαγός» (μια σειρά
με διαλεχτά μικρά κείμενα προς τέρψη και ικανοποίηση των φίλων και βιβλιόφιλων
αναγνωστών των εκδόσεων Άγρα), το οποίο έχει τίτλο «Μποντ εναντίον Μαιγκρέ –
Μια συζήτηση».
Το είχα ζητήσει (και ευχαριστώ
που μου το έστειλαν), επειδή υπάρχει αναφορά στον Μποντ και -όπως όλοι οι
αναγνώστες μου γνωρίζουν- είμαι φανατικός αναγνώστης και θεατής των περιπετειών
Μποντ. Πρέπει δε να αναφέρω, πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, ότι η σειρά «Ο άτακτος
λαγός» περιλαμβάνει τίτλους, ανάμεσα στους οποίους πολλοί θα ανακαλύψουν «μικρά
διαμάντια». Τι είναι λοιπόν το «Μποντ εναντίον Μαιγκρέ»;
Το 1964, μετά από ένα
πρωτάθλημα γκολφ, ο Ιαν Φλέμινγκ συνάντησε τον Ζωρζ Σιμενόν στον πύργο του
Εσαντάν, το σπίτι του κοντά στη Λωζάνη. Τη συνάντηση είχε κανονίσει ο Άγγλος
δημοσιογράφος Gordon Young, ο οποίος και μαγνητοφώνησε της συζήτηση των δύο
συγγραφέων, που με την πένα τους δημιούργησαν δύο θρύλους του εικοστού αιώνα:
τον Τζαίημς Μποντ και τον Ζυλ Μαιγκρέ. Τη μετάφραση δε, αυτής της συζήτησης
έκανε για την Άγρα η Μαρία Αγγελίδου.
Οι δύο παγκοσμίως γνωστοί
συγγραφείς, στην κορυφή της καριέρας τους, συζητούν φιλικά για τους θρυλικούς
ήρωές τους, τους «κακούς» στα βιβλία τους, τις τεχνικές τους, τις αδυναμίες
τους, τους λογοτεχνικούς κριτικούς, καθώς και για την εκδοτική επιμέλεια των
γραπτών τους και τις ταινίες που γυρίζονται από τα βιβλία τους.
Το ιδιαίτερο
αυτής της συζήτησης είναι ότι οι δύο αυτοί κορυφαίοι συγγραφείς, αναφέρονται στο
έργο τους σαν να μην είναι δικό τους. Το αντιμετωπίζουν και το σχολιάζουν
αποστασιοποιημένα, όπως δύο αναγνώστες θα αναφέρονταν στα βιβλία κάποιων άλλων.
Είναι η εποχή, κατά την οποία
στους κινηματογράφους έχουν προβληθεί τρεις ταινίες με τον Τζαίημς Μποντ («Εναντίον Δόκτορος Νο», «Από τη Ρωσία με
αγάπη» και «Επιχείρηση Χρυσοδάκτυλος») και ο Φλέμινγκ ανοίγει τη
συζήτηση, λέγοντας ότι αγόρασε για πρώτη φορά μυθιστόρημα του Σιμενόν στο
αεροδρόμιο του Άμστερνταμ το 1939 ταξιδεύοντας για τη Μόσχα παρασυρμένος από το
ωραίο του εξώφυλλο. «Πήρα τότε τρία – τέσσερα και κυριολεκτικά ενθουσιάστηκα»,
λέει στον Σιμενόν, ο οποίος του απαντά ότι δεν είχε επέμβει ποτέ στη σύνθεση
του εξωφύλλου των βιβλίων του.
Παρά το γεγονός ότι και οι δύο
συγγραφείς θεωρούνται κλασσικοί της αστυνομικής λογοτεχνίας, παραδέχονται ότι
δεν είχαν λογοτεχνικές φιλοδοξίες.
Αναφέρει σε κάποιο σημείο ο
Σιμενόν: «Κάποιοι Γάλλοι κριτικοί λένε ότι δεν έχω καθόλου στυλ. Κι έχουν
δίκιο. Διότι σαράντα χρόνια τώρα αγωνίζομαι να αποφύγω οτιδήποτε θυμίζει
λογοτεχνία. Σκοπός μου είναι η απλότητα». Ενώ πιο κάτω, παραδέχεται: «Εμένα μου
φαίνονται άθλια τα βιβλία μου όταν τα ξαναδιαβάζω. Τα βρίσκω αδιάφορα,
σκέφτομαι ότι κανείς δεν θα θέλει να διαβάσει αυτά τα βαρετά, ανούσια κι ανόητα
πράγματα που γράφω».
Από την άλλη, ο Φλέμινγκ,
ομολογεί ότι γράφοντας στη γραφομηχανή, δεν κοιτάζει ποτέ πίσω στη σελίδα. «Αν
γελαστώ και το κάνω, θα μου φανούν τόσο άθλια αυτά που γράφω, ώστε θα μου ήταν
αδύνατο να συνεχίσω. Θα έχανα αμέσως το ρυθμό μου…».
Σε άλλο δε σημείο, παραδέχεται
ότι γράφει κάτι εντελώς διαφορετικό από τον Σιμενόν, «θρίλερ, που είναι όλο
δράση και καθόλου ψυχολογία – μόνο που στην περίπτωση του κακού χρειάζεται λίγη
ψυχολογία, για να εξηγήσω γιατί είναι κακός» και διευκρινίζει στον Σιμενόν:
«Δεν προσπαθώ, πάντως, να φτάσω στο βάθος των χαρακτήρων μου όπως εσείς».
Αναφερόμενος στους «κακούς»
του, ο Φλέμινγκ, λέει ότι τους περιγράφει πάντοτε να έχουν μουστάκι, επειδή
στον ίδιο δεν αρέσουν τα μουστάκια και λέει στον Σιμενόν, ότι θα σταματήσει να
χρησιμοποιεί «κακούς» Ρώσους στα μυθιστορήματά του και πρέπει να τα βρουν η
Δύση με την Ανατολή και να υπογράψουν ειρήνη. «Θα πρέπει να επινοήσω κάποια
διεθνή οργάνωση», λέει σε κάποιο σημείο και όλοι γνωρίζουμε πλέον, ότι αυτή η
οργάνωση ήταν στα περισσότερα μυθιστορήματά του, η SPECTRE, το όνομα της οποίας είναι και ο
τίτλος της επόμενης κινηματογραφικής περιπέτειας του Μποντ.
Ανεξάρτητα από τις... κινηματογραφικές μου αναφορές το μικρό αυτό βιβλίο περιέχει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση.