Εντάξει, δεν μιλάμε για υψηλή
λογοτεχνία, μιλάμε όμως για ένα στυλ αστυνομικού μυθιστορήματος, που πραγματικά
είναι πολύ δημοφιλές στην εποχή μας και ο συγγραφέας Λι Τσάιλντ έχει καταφέρει να
δημιουργήσει έναν υπερήρωα, που συνδυάζει τον ακατάβλητο Τζέιμς Μποντ του Ιαν Φλέμινγκ και τον σκεπτόμενο Μαιγκρέ του Ζορζ Σιμενόν.
Ο Τζακ Ρίτσερ, ο ήρωας του Λι Τσάιλντ είναι
ένας μοναχικός, περιπλανώμενος γίγαντας, καλογυμνασμένος και πρώην ταγματάρχης της αστυνομίας στρατού των ΗΠΑ, ο οποίος κυκλοφορεί χωρίς
πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες και χωρίς κινητό τηλέφωνο και καταφέρνει να
επιβιώνει, παρά το γεγονός ότι όπου σταθεί και όπου βρεθεί δημιουργούνται μπελάδες.
Επίσης, σε κάθε περιπέτειά του θα γνωρίζει και μια αξιόλογη γυναίκα (από όλες
τις απόψεις), η οποία όμως στο τέλος θα τον αποχαιρετά, εάν δεν έχει προλάβει
να την αποχαιρετίσει πρώτος.
Διαβάζοντας τις περιπέτειες
του Τζακ Ρίτσερ,
νομίζεις ότι κάπου έχεις ξαναδιαβάσει κάποια παράγραφο, αλλά κάθε φορά σε περιμένει και μια έκπληξη στην εξέλιξη της υπόθεσης. Οι παράγραφοι που μπορεί να μοιάζουν, είναι κυρίως εκείνες στις οποίες ο συγγραφέας, περιγράφει τις σκέψεις του ήρωά του, όταν ετοιμάζεται να επιτεθεί στον «κακό» ή στους «κακούς» της ιστορίας. Επειδή δε, ο ήρωας του Λι Τσάιλντ σε όλες τις περιπέτειές του, έρχεται αντιμέτωπος με κάθε είδους «κακό», είναι επόμενο πως σε κάποια στιγμή αναμέτρησης σώμα με σώμα, οι κινήσεις των δύο σωμάτων δεν μπορεί να είναι διαφορετικές. Οπότε, οι κινήσεις του κυρίως σώματος, των χεριών, των ποδιών, του κεφαλιού, των ώμων, των αγκώνων, των γονάτων και όποιου άλλου σημείου του σώματος πρόκειται να χρησιμοποιηθεί είναι ταυτόσημες και σχεδόν copy – paste από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα.
νομίζεις ότι κάπου έχεις ξαναδιαβάσει κάποια παράγραφο, αλλά κάθε φορά σε περιμένει και μια έκπληξη στην εξέλιξη της υπόθεσης. Οι παράγραφοι που μπορεί να μοιάζουν, είναι κυρίως εκείνες στις οποίες ο συγγραφέας, περιγράφει τις σκέψεις του ήρωά του, όταν ετοιμάζεται να επιτεθεί στον «κακό» ή στους «κακούς» της ιστορίας. Επειδή δε, ο ήρωας του Λι Τσάιλντ σε όλες τις περιπέτειές του, έρχεται αντιμέτωπος με κάθε είδους «κακό», είναι επόμενο πως σε κάποια στιγμή αναμέτρησης σώμα με σώμα, οι κινήσεις των δύο σωμάτων δεν μπορεί να είναι διαφορετικές. Οπότε, οι κινήσεις του κυρίως σώματος, των χεριών, των ποδιών, του κεφαλιού, των ώμων, των αγκώνων, των γονάτων και όποιου άλλου σημείου του σώματος πρόκειται να χρησιμοποιηθεί είναι ταυτόσημες και σχεδόν copy – paste από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα.
Οι περιγραφές είναι
ρεαλιστικές, φωτογραφικά ζωντανές. Σε «στέλνουν» στην πόλη, ή στο χωριό της
αμερικανικής ορεινής ή πεδινής ενδοχώρας, ή των πλούσιων προαστίων της Καλιφόρνια
και της Φλόριντα. Τα πρόσωπα, οι βοηθητικοί χαρακτήρες στα μυθιστορήματα με τον
Τζακ Ρίτσερ, κυμαίνονται από τους αγρότες, μέχρι τους μεγαλοαστούς και από τους
απλούς πολίτες μέχρι τους υψηλά ιστάμενους πολιτειακούς και πολιτικούς
παράγοντες και μυστικούς πράκτορες (από τους οποίους έχει μπόλικους το
αμερικανικό σύστημα διακυβέρνησης και ειδικά μετά την πτώση των Δίδυμων
Πύργων). Αλλά έγραψα πολλά. Η ουσία είναι ότι κάθε φορά που πιάνω βιβλίο με
πρωταγωνιστή τον Τζακ Ρίτσερ, μπορεί να γνωρίζω ότι στο τέλος θα
επιβιώσει. Δεν ξέρω όμως «πώς θα τα καταφέρει», όταν όλα είναι εναντίον του. Οπότε, είναι σα να διαβάζω έναν οδηγό επιβίωσης, απέναντι στην όποια αντιξοότητα η οποία προέρχεται, είτε από ανθρώπινη ενέργεια, είτε από τη φύση.
Στο τελευταίο βιβλίο, με τίτλο
«Ποτέ μη γυρίζεις πίσω» (εκδ. BELL),
ο Τζακ Ρίτσερ φτάνει στη Βιρτζίνια, από τη χιονισμένη Νότια Ντακότα. Προορισμός
του είναι το αρχηγείο της παλιάς του μονάδας, στην οποία είχε υπάρξει
διοικητής. Ο μοναδικός λόγος που τον φέρνει πίσω, είναι η επιθυμία του να
γνωρίσει την καινούργια διοικήτρια, ταγματάρχη Σούζαν Τέρνερ. Γιατί; Επειδή του
άρεσε η φωνή της από το τηλέφωνο. Όμως, το άτομο που βρίσκει να κάθεται στο παλιό γραφείο
του, δεν είναι γυναίκα. Η Σούζαν Τέρνερ έχει εξαφανιστεί και ταυτόχρονα ο
Ρίτσερ βρίσκεται αντιμέτωπος, με την κατηγορία μιας ανθρωποκτονίας που έχει
συμβεί πριν δεκαέξι χρόνια και με μια φράση που σίγουρα δεν περίμενε ν’
ακούσει: «Γύρισες στον στρατό, ταγματάρχη. Και το τομάρι σου μου ανήκει». Πώς
θα ξεμπλέξει; Έλα, ντε…