Θα μπορούσε να είναι ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με έναν ψυχωτικό δολοφόνο, που κουβαλάει τραύματα από την παιδική του ηλικία. Δεν είναι όμως, επειδή είναι γραμμένο από το δάσκαλο της δημιουργικής γραφής, όπως συνηθίζω να αποκαλώ τον Στίβεν Κινγκ. Αναφέρομαι στο «Ο κύριος Μερσέντες» (εκδ. Bell), που τελείωσα προ ημερών και είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο για να γίνει σενάριο κινηματογραφικής ταινίας (όπως άλλωστε όλα τα τελευταία του Κινγκ) και μάλιστα ταινίας επίκαιρης, αφού η υπόθεση διαδραματίζεται στη σύγχρονη και χτυπημένη από την οικονομική κρίση Αμερική και ξεκινάει με έναν τρελό, ο οποίος οδηγώντας μια Μερσεντές ορμά σε μια ουρά ανέργων, που περιμένουν να πιάσουν δουλειά σε σουπερμάρκετ, σκοτώνει αρκετούς και πριν τον ανακαλύψει η αστυνομία, στέλνει επιστολή στον πρώην αστυνομικό Μπιλ Χότζες, ότι πρόκειται να ξαναχτυπήσει.
Ο Στίβεν Κινγκ πλέκει με μαεστρία το σενάριό του. Πλάθει έναν δολοφόνο με οιδιπόδειο σύμπλεγμα, πλήρως εξαρτώμενο από τη μητέρα του και ταυτόχρονα εξαιρετικό χρήστη ηλεκτρονικών συσκευών και απόλυτα εξοικειωμένο με τη χρήση του ίντερνετ, το οποίο εκμεταλλεύεται πολλαπλώς. Τόσο, για να ενημερώνεται και να μελετά ώστε να τελειοποιεί την εγκληματική του δραστηριότητα, όσο και για να χρησιμοποιεί τα κοινωνικά δίκτυα εις βάρος των άλλων χρηστών.
Από την άλλη, έχει έναν μόλις συνταξιοδοτηθέντα αστυνομικό, τον Χότζες, ο οποίος αναλαμβάνει ανεπίσημα να εξιχνιάσει και να αποκαλύψει τον ψυχωτικό δολοφόνο, με κίνδυνο μάλιστα της δικής του ζωής, προκειμένου να προλάβει το θάνατο άλλων εκατοντάδων ή και χιλιάδων ατόμων.
Βοηθοί του συνταξιούχου ντετέκτιβ, είναι δύο νεαρά άτομα και εξίσου ελκυστικά για το αναγνωστικό κοινό του Κινγκ, που αυτή τη φορά δεν του χαρίζει υπερφυσικό τρόμο αλλά απτό μέσα στους δρόμους και νοερό μέσω του διαδίκτυου. Το ένα νεαρό άτομο είναι ένας μοντέρνος σπασίκλας, που μελετά όσο χρειάζεται και ταυτόχρονα διασκεδάζει να το παίζει ερευνητής χάρη της αστυνομίας (του συνταξιούχου Χότζες, δηλαδή). Το άλλο νεαρό άτομο, προκύπτει στην πορεία των ερευνών για την ανακάλυψη του δολοφόνου με τη Μερσέντες, και είναι μια νεαρή έμο, μια εσωστρεφής και πνιγμένη στην κατάθλιψη κοπέλα, που έχει απορρίψει τους συγγενείς της, σύμφωνα με την περιγραφή του Στίβεν Κινγκ, η οποία βρίσκει νόημα στη ζωή της, βοηθώντας τον μίζερο συνταξιούχο αστυνομικό.
Έτσι με τρία πρόσωπα «της διπλανής πόρτας» και ένα δολοφόνο psycho, με μια παρανοϊκή μητέρα, ο Κινγκ καθηλώνει για άλλη μια φορά τον αναγνώστη χρησιμοποιώντας την τεχνική της αναπήδησης από τη μια δράση στην άλλη (παράλληλα), αφήνοντας πάντα κάποια εκκρεμότητα (suspense, το λένε στον κινηματογράφο), ώστε να μην μπορείς να αφήσεις το βιβλίο, παρά μόνον όταν φτάσεις στην τελευταία σελίδα. Άψογο. Διαβάζεται και από μη οπαδούς του Στίβεν Κινγκ, διότι όπως προανέφερα, το παραμύθι δεν διαθέτει στοιχεία του υπερφυσικού.