Τα μυθιστορήματα της
Λέκμπεργκ, δεν είναι αμιγώς αστυνομικά του
στυλ «ποιος το ‘κανε;». Ούτε διαθέτουν αυτό το φαλλοκρατικό πνεύμα που
διέκρινε τις αφηγήσεις των Έλλερυ Κουήν, Ρέημοντ Τσάντλερ και άλλων μαιτρ της αστυνομικής
λογοτεχνίας ή και της Αγκάθα Κρίστι όταν έγραφε για τον Πουαρώ.
Αντικατοπτρίζουν περισσότερο το περιβάλλον του κεντρικού ήρωα και όχι μόνον το
οικογενειακό, αλλά και το ευρύτερα κοινωνικό, θέτουν δε και προβληματισμούς
πάνω σε ευρεία γκάμα θεμάτων. Επίσης, είναι γραμμένα για να γίνουν εύκολα
σενάριο, με κεφάλαια χωρισμένα σε υπο-ενότητες που «πηδούν» από ένα πλαίσιο δράσης σε άλλο με
τέτοιο τρόπο, ώστε να σε αφήνουν πάντα σε μια αφηγηματική εκκρεμότητα (το
σασπένς κατά Τρυφώ και Χίτσκοκ). Εν πάση περιπτώσει, η Λέκμπεργκ γράφει για να
διαβάζεται χωρίς διακοπή. Απνευστί, που λέμε.
Στο πρόσφατο μυθιστόρημά της «Ο
φαροφύλακας» (εκδ. Μεταίχμιο) που τελείωσα προ ημερών, η Καμίλλα Λέκμπεργκ δεν
ξεφεύγει από την συνταγή που προανέφερα (πώς να ξεφύγει άλλωστε αφού είναι
απόφοιτος Σχολής Δημιουργικής Γραφής). Ούτε αλλάζει δομικά το στήσιμο της ιστορίας και κατά πάγια
τακτική της τοποθετεί την υπόθεση στη Φιελμπάκα, που είναι τόπος καταγωγής της,
με κεντρικό ήρωα τον επιθεωρητή Πάτρικ και τη σύζυγό του Έρικα, που είναι
συγγραφέας και «χώνει πάντοτε τη μύτη της στις δουλειές του». Μου θυμίζει λίγο
το στυλ γραφής του Ιταλού Αντρέα Καμιλλέρι, αλλά με περισσότερη ευαισθησία και
αισθαντικότητα και σχεδόν απόντα τον κυνισμό εκείνου.
Στο «Φαροφύλακα», ο επιθεωρητής
Πάτρικ επιστρέφει στη δουλειά ύστερα από αναρρωτική άδεια, στην οποία είχε
προσπαθήσει να ξεκουραστεί και να φροντίσει τη γυναίκα του με τα δύο πρόωρα
δίδυμα μωρά τους. Δεν προλαβαίνει όμως να πατήσει το πόδι του στο αστυνομικό
τμήμα και τον περιμένει η δολοφονία ενός δημοτικού συμβούλου που είναι
υπεύθυνος των οικονομικών του δήμου. Ο Ματς Σβέριν, ένας φιλικός και συμπαθής
τύπος, που κανείς δεν έχει να του προσάψει κάτι, βρίσκεται νεκρός με μια σφαίρα
στο κεφάλι. Ο Πάτρικ αναλαμβάνει να χαρτογραφήσει τη ζωή του, η οποία έκρυβε
μυστικά πέρα από κάθε υποψία, αλλά και ερωτηματικά, όπως: Γιατί βιαζόταν τόσο
να φύγει από το Γέτεμποργ και να επιστρέψει στη Φιελμπάκα; Τι ρόλο έπαιξε στη
μετατροπή του παλιού λουτρού της Φιελμπάκα σε Σπα; Είναι σύμπτωση που η αγαπημένη
του από την παιδική του ηλικία, η Άννι, έχει επίσης επιστρέψει στη Φιελμπάκα;
Η Καμίλλα Λέκμπεργκ, που σε
ηλικία 11 ετών είχε διαβάσει όλα τα μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι, κεφάλαιο
το κεφάλαιο χτίζει σφιχτά την ιστορία της, παρεμβάλλει στην εξέλιξη τις αναδρομές
της στη Φιελμπάκα του 1870 των θρύλων και των φαντασμάτων, για να δώσει και
λίγη μεταφυσική χροιά. Αναλύει τα προβλήματα των γυναικών και ιδιαιτέρως των
μανάδων που έχουν δίδυμα, παρεμβάλλει και τις δραστηριότητες του αστυνομικού
τμήματος και τις γραφειοκρατικές ατέλειες των υπηρεσιών και τελικά κορυφώνοντας
σταδιακά τη δράση, δίνει τη λύση στο μυστήριο που περιβάλλει το θάνατο του
δημοτικού συμβούλου.