Οι ιστορίες του Τζακ Ρίτσερ είναι σαν εκείνες του Τζέιμς Μποντ. Ξέρεις ότι στο τέλος θα βγει νικητής και μπορεί, με το σπαθί του, να κερδίσει και το κορίτσι. Έχουν όμως μια ειδοποιό διαφορά. Σε αντίθεση με τον Μποντ που κινείται νόμιμα με τον παχυλό μισθό του, τις πιστωτικές κάρτες του και το αυτοκίνητό του σε οποιοδήποτε ξενοδοχείο του κόσμου, ο Ρίτσερ κινείται χωρίς κανένα χαρτί που να τον ταυτοποιεί (ταυτότητα ή διαβατήριο ή κάρτα) και ζει με τα λεφτά των άλλων. Συνήθως μαύρα, που έχουν κερδηθεί από εγκληματικές ενέργειες και τα οποία αποσπά από τα θύματά του, που είναι πάντα άνθρωποι που κινούνται στη σκοτεινή πλευρά της ζωής. Διότι ο Ρίτσερ, για όσους δεν τον ξέρουν, είναι πάντα με την πλευρά του καλού και ας έχει φύγει από τη στρατονομία με «κακή διαγωγή» (τον ήθελαν να συγκαλύψει μια υπόθεση και αυτός έφυγε). Το κακό είναι πως «Εσύ μπορείς να αφήσεις τον στρατό, αλλά ο στρατός δεν αφήνει εσένα. Όχι πάντα. Όχι εντελώς», όπως είναι και το tagline της τελευταίας περιπέτειας που διάβασα και έχει τίτλο «Προσωπική υπόθεση» (εκδ. Bell).
Σ’ αυτήν, o Τζακ Ρίτσερ, είναι όπως πάντα περιπλανώμενος και χωρίς μόνιμη διεύθυνση κατοικίας. Αλλά ο στρατός εντοπίζει τα ίχνη του, διότι τον χρειάζεται, επειδή κάποιος αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Πρόεδρο της Γαλλίας, ρίχνοντας μία σφαίρα από μακριά. Και επειδή, μονάχα ένας άνθρωπος θα μπορούσε να το έχει κάνει και επειδή ο Ρίτσερ είναι ο μοναδικός άνθρωπος που μπορεί να τον βρει, του αναθέτουν την υπόθεση. Έτσι, θα βρεθεί πρώτα στο Παρίσι, το οποίο γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά (ήταν η μητέρα του από εκεί) και κατόπιν στο Λονδίνο κοντά σε φλεγματικούς Άγγλους πράκτορες με διαφορετική νοοτροπία, αλλά εξίσου μεθοδικούς όπως αυτός.