20/3/13

Μαθήματα ζωής (Detachment)

Μια εξαιρετική ταινία που διαπραγματεύεται το θέμα της διαπαιδαγώγησης. Της εκπαίδευσης από το σπίτι και της εκπαίδευσης από το σχολείο και ο σκηνοθέτης θίγει το θέμα αυτό μέσα από τη ματιά ενός αναπληρωτή καθηγητή, ο οποίος όμως κουβαλάει κι αυτός τραυματικές εμπειρίες από την παιδική του ηλικία.
Με μια άριστη ερμηνεία ο Άντριεν Μπρόντι, υποδύεται τον καθηγητή που αντικαθιστά άλλους κατά τη διάρκεια της αδείας τους και είναι κλειστός, ήρεμος και πράος (μέχρι τη στιγμή βέβαια, που κάτι θα τον εξαγριώσει και θα εκραγεί) και προσπαθεί πάντοτε να δίνει λύσεις πάνω σε ζητήματα ηθικής συμπεριφοράς, τρόπους διαβίωσης και συμβίωσης, ενώ δεν παραλείπει να κάνει και τα τυπικά του μαθήματα. Στο δρόμο του, συναντά κάθε καρυδιάς καρύδι, αλλά εκείνος είναι απτόητος και φυσικά δεν παύει να δείχνει ενδιαφέρον για τον κατάκοιτο παππού του στο νοσοκομείο.
Η ταινία κυλάει σε στυλ «Η ζούγκλα του μαυροπίνακα», εξελίσσεται σε κάτι από «Στον κύριό μας με αγάπη» και τελειώνει με κάτι από «Ασυμβίβαστη γενιά». Δεν τη συγκρίνω, διότι αυτές ανήκουν σε άλλες εποχές (και άλλα έθιμα και ήθη), αλλά τελικά, το θέμα της διαπαιδαγώγησης της νεολαίας, αλλά και της χειραγώγησής της από τα media κάνει «μπαμ» από μακριά και ο σκηνοθέτης το πιάνει χωρίς κενά και χάσματα, ακόμα και μέσα από τα χρονικά πισωγυρίσματα που στοιχειώνουν τον πρωταγωνιστή.
Πρέπει να επισημανθεί, ότι τα παιδιά στο σχολείο ανήκουν σε όλα φυλετικά είδη και παρόλα ταύτα τα προβλήματά τους είναι τα ίδια, όπως ίδια είναι και τα συναισθήματά τους απέναντι σε γονείς που τα παράτησαν και στην κοινωνία που τα εγκαταλείπει και τα σπρώχνει στο περιθώριο. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή, κατά την οποία ο καθηγητής συναντά για πρώτη φορά την ανήλικη Έρικα στο λεωφορείο, μετά την επαγγελματική σεξουαλική της σχέση με άλλον ενήλικα επιβάτη. Η μικρή Έρικα γνωρίζοντας τον καθηγητή, τον βλέπει σα νέο πελάτη και δεν γνωρίζει ότι αυτή η γνωριμία της την οδηγεί σε έναν άλλο διαφορετικό κόσμο.
Τελικά, ο κλειστός και εσωστρεφής καθηγητής μέσα από τις εμπειρίες του στο συγκεκριμένο σχολείο και μετά από το θάνατο του παππού του θα βρει κι αυτός το δρόμο του, μέσα από τα σκοτεινά μονοπάτια των αναμνήσεών του και θα αποφασίσει να γίνει πατέρας.
Μη θεωρηθεί ότι φανερώνω το τέλος, αλλά η ταινία συνολικά είναι τόσο καταπιεστική, τόσο αγχωτική, που αξίζει να αναφερθεί ότι η λύτρωση, η Αριστοτέλεια κάθαρση, επέρχεται ταυτόχρονα με ένα δυσάρεστο και ένα ευχάριστο γεγονός.
Πρέπει να δείτε την ταινία.
Υπόθεση: Ο Χένρι Μπαρθς είναι ένας αναπληρωτής καθηγητής που αποφεύγει συστηματικά οποιαδήποτε συναισθηματική σύνδεση με συναδέλφους και μαθητές. Μια χαμένη ψυχή σε διαρκή πάλη με ένα τραυματικό παρελθόν, ο Μπαρθς θα κληθεί να καλύψει κάποια κενά διδασκαλίας σε μια από τις πιο ζόρικες περιοχές της Νέας Υόρκης. Οι καθηγητές δεν έχουν καμιά όρεξη να ασχοληθούν με το εκπαιδευτικό τους έργο, ενώ οι μαθητές δείχνουν παντελώς αδιάφοροι στη γνώση που τους προσφέρεται. Η διαφορετική στάση του Χένρι απέναντί τους θα αλλάξει την απαθή συμπεριφορά των μαθητών, οι οποίοι θα αρχίσουν σιγά-σιγά να δένονται με τον αναπληρωτή καθηγητή τους. Όταν χτυπά το κουδούνι, όμως, ο Χένρι καλείται να αντιμετωπίσει τα δικά του προβλήματα. 
Σκηνοθεσία: Τόνι Κέι
Με τους: Κριστίνα Χέντρικς, Μπράιαν Κράνστον, Άντριεν Μπρόντι, Τζέιμς Κάαν, Λούσι Λίου, Μπλάιθ Ντάνερ, Μάρσια Γκέι Χάρντεν, Μπέτι Κέι, Σάμι Γκέιλ
Προβάλλεται από 21-3-2013
 (Κριτική μου στο myFilm)

17/3/13

«Ο Θάλαμος αρ. 6» του Άντον Τσέχοφ

Πρόκειται για μια κλασσική και διαχρονική νουβέλα, για την οποία όπως αναφέρουν στο επίμετρο οι Παπαρήγα και Χουρδάκης «ακόμα και αν είχε καταστραφεί όλο το έργο του Τσέχοφ, μόνον με αυτή θα τον χαρακτηρίζαμε έναν κορυφαίο συγγραφέα του 19ου αιώνα». Με αυτή τη νουβέλα ο Τσέχοφ καθιερώνεται ως ένας κατ’ εξοχήν ανθρωπιστής συγγραφέας.
Η νουβέλα «Ο Θάλαμος αρ. 6» (εκδόσεις Γκοβόστη - σελίδες 96) αποτελεί μια τομή στην πνευματική και λογοτεχνική εξέλιξη του Τσέχοφ. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ρούσκαγια Μισλ το Νοέμβριο του 1892. Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος αναφέρει πως πολλοί κριτικοί διέκριναν ότι μ’ αυτή του τη νουβέλα ο Τσέχοφ αποκόπηκε από την τολστόια επιρροή κι έκτοτε διέγραψε τη δική του μοναδική λογοτεχνική πορεία.
Υπόθεση: Σε μια, ανώνυμη πόλη της ρωσικής επαρχίας υπάρχει ένα δημοτικό νοσοκομείο στο οποίο επί μια 20ετία εργάζεται ως γιατρός διευθυντής ο Αντρέι Εφίμιτς Ράγκιν. Στο νοσοκομείο αυτό, το οποίο περιγράφεται σαν ένα εγκαταλελειμμένο από τις αρχές της πόλης ίδρυμα, υπάρχει μια πτέρυγα στην οποία στεγάζεται ο Θάλαμος αρ. 6. Εκεί «φιλοξενείται», όπως θα λέγαμε σήμερα, η ψυχιατρική κλινική-άσυλο του Νοσοκομείου. Στο θάλαμο αυτό διαμένουν πέντε νοσηλευόμενοι με τη διάγνωση «τρελοί». Τους επιβλέπει ο Νικήτας, ο οποίος με την συμπεριφορά του εκφράζει την πιο ακραιφνή κατασταλτική βία εμποτισμένη με την αξία του καθήκοντος και της «τάξης». Όπως θα έλεγε ένας Έλληνας συγγραφέας που έζησε για χρόνια στο Δαφνί: «Οι νοσοκόμοι που είναι στο ψυχιατρείο [...] δεν είναι σαν τους νοσοκόμους που ξέρει ο καθένας, που ξέρουν ν’ αλλάζουν πληγές, να κάνουν ενέσεις και γενικά να περιποιούνται έναν ασθενή. Αυτοί είναι γεροί άντρες με σκληρή καρδία που ξέρουν να δέρνουν τους τρελούς, όπως ο θηριοδαμαστής τα θηρία του».
Ένα συνταρακτικό δείγμα γραφής αποτελεί «ο Θάλαμος αρ. 6» (1892). Μετά από επτά περίπου δεκαετίες (1964) το μετέφρασε στα ελληνικά ο Άρης Αλεξάνδρου που ξεκινούσε τη λαμπρή σταδιοδρομία του ως μεταφραστής της ρωσικής λογοτεχνίας. Η επανέκδοση τώρα του Θαλάμου αρ. 6 πιθανόν να αποτελέσει την απαρχή μιας νέας ανάγνωσης αυτού του έργου εμπλουτισμένης με τη σύγχρονη εμπειρία μας.
Για το συγγραφέα: Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1860 στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ της νότιας Ρωσίας. Πέθανε στις 2 Ιουλίου 1904 στη γερμανική πόλη Μπαντενβέιλερ. Ο Τσέχοφ έγινε γνωστός περισσότερο για τα θεατρικά του έργα, με τα οποία αναμόρφωσε το ρωσικό και επηρέασε το παγκόσμιο θέατρο. Ωστόσο, ποτέ δεν παραγνωρίστηκε από τους κριτικούς και το κοινό το πεζογραφικό του έργο, που αποτελεί, έναν αιώνα μετά, πολύτιμη παρακαταθήκη, λογοτεχνική και κοινωνική. Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που «ξοδεύουν» τη ζωή τους μέσα στην πνιγερή ατμόσφαιρα της ρώσικης επαρχίας. Από τα γνωστότερα έργα του είναι οι Τρείς Αδελφές, ο Θείος Βάνιας και Βυσσινόκηπος.

(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 11-3-2013)

13/3/13

Σαββατοκύριακο στο Hyde Park (Hyde Park on Hudson)

Μια ρομαντική ματιά στη σχέση του προέδρου των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούσβελτ και της μακρινής του ξαδέρφης Ντέιζι, αλλά μόνον για ένα σαββατοκύριακο, εκείνο που ο βασιλιάς και η βασίλισσα της Αγγλίας είχαν επισκεφθεί τη Νέα Υόρκη.
Μέσα από την πυκνή αφήγηση της Ντέιζι, βλέπουμε όχι μόνο τη σχέση του Φράνκλιν και της Ντέιζι, την ιδιόρρυθμη αλλά απαραίτητη και για τους δύο, τελικά, αλλά και την αμηχανία των ανθρώπων που έχουν διαφορετικές κουλτούρες καθώς και τους τρόπους προσέγγισης.
Ο φακός του σκηνοθέτη κινείται αργά, απαλά, ανάμεσα στους οικοδεσπότες της οικίας της μαμάς Ρούσβελτ και στους καλεσμένους της και καταγράφει αντιδράσεις, σχόλια και ψιθύρους. Παρόλο δε που η συνάντηση των ηγετών είναι πολιτική και από αυτή θα κριθούν οι σχέσεις των δύο χωρών, η ταινία δεν στέκει στο πολιτικό μέρος, αλλά στους χαρακτήρες των προσώπων με μια σχολαστική - ολίγον από Τσέχωφ - ματιά και τους κάνει προσιτούς και ανθρώπινους.
Στη χαλαρή ατμόσφαιρα, συμβάλει ιδιαίτερα η απαλή μουσική του Τζέρεμι Σαμς, που αν την ακούσεις με κλειστά μάτια, είναι κατάλληλη για φουαγιέ ξενοδοχείου πολυτελείας (και δη αμερικανικού), ενώ τα κοστούμια και τα ντεκόρ της ταινίας είναι αρκούντως πειστικά και βοηθούν στην υπέροχη φωτογράφιση, τόσο των εσωτερικών χώρων όσο και της αμερικανικής υπαίθρου.
Από τις ερμηνείες, μπορώ να πω ότι βλέπουμε έναν έξοχο Μπιλ Μάρεϊ και μακριά από τους ρόλους που τον έχουμε συνηθίσει, εκτός ίσως από τον ρόλο του στο «Χαμένοι στη μετάφραση», που ήταν εξίσου καλός και εσωτερικός. Πρόκειται για έναν εξαιρετικό καρατερίστα και η ταινία αυτή βρήκε τον ιδανικό ηθοποιό για Ρούσβελτ. Εξίσου καλή είναι και η Λόρα Λίνεϊ στο ρόλο της στενής-μακρινής ξαδέρφης, ενώ ο βασιλιάς της Αγγλίας βρήκε το σωστό εκφραστή του στο πρόσωπο του Σάμιουελ Γουέστ.
Ταινία καρτ-ποστάλ που χαρίζει δύο ευχάριστες οπτικο-ακουστικές ώρες.
Υπόθεση: Το 1939, ο Ρούζβελτ και η σύζυγός του Έλενορ (Ολίβια Γουίλιαμς) φιλοξενούν το βασιλικό ζεύγος της Αγγλίας στο σπίτι τους στην πόλη Χάιντ Παρκ, κοντά στον ποταμό Χάτσον της Νέας Υόρκης. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ένας Βρετανός μονάρχης επισκέπτεται την Αμερική: η Αγγλία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο πολεμικής σύρραξης με τη Γερμανία, και οι βασιλείς της αναζητούν απεγνωσμένα την υποστήριξη του Ρούζβελτ. Οι διεθνείς σχέσεις όμως περνούν μέσα από την πολυπλοκότητα των οικογενειακών σχέσεων του Προέδρου, καθώς η μητέρα, η σύζυγος και οι ερωμένες του συνωμοτούν, με αποτέλεσμα το σαββατοκύριακο να μείνει αξέχαστο στο βασιλικό ζεύγος. Μέσα από τα μάτια της Ντέιζι (Λόρα Λίνεϊ), της γειτόνισσας και ερωμένης του Ρούζβελτ, θα παρακολουθήσουμε την ιδιαίτερη σχέση που θα αναπτυχθεί ανάμεσα σε δύο μεγάλα έθνη, και θα κατανοήσουμε τα μυστήρια του έρωτα και της φιλίας.
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Μίτσελ
Με τους: Μπιλ Μάρεϊ, Λόρα Λίνεϊ, Ολίβια Γουίλιαμς, Ολίβια Κόλμαν, Έλενορ Μπρον, Σάμιουελ Γουέστ, Μπλέικ Ρίτσον
Προβάλλεται από 14-3-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Η περιπολία (End of watch)

Η πρωτοτυπία της περιπέτειας εξαντλείται από τις πρώτες σκηνές, όταν διαπιστώνεις ότι όλα τα γυρίσματα έχουν γίνει «μέσα από το βίντεο φορητών βιντεοκαμερών από το πρίσμα των αξιωματικών της αστυνομίας, των μελών συμμοριών, των καμερών ασφαλείας, των ψηφιακών καμερών και των πολιτών που βρίσκονται στη γραμμή του πυρός», όπως αναφέρεται και στην υπόθεση του έργου (πιο κάτω).
Από εκεί και πέρα, η ταινία είναι μια αφορμή για να δεις τον εξοπλισμό της αστυνομίας των ΗΠΑ και να τον θαυμάσεις ή… να τρομοκρατηθείς. Ουσιαστικά, μέσα από ευρυγώνιες κάμερες βλέπεις διάφορα περιστατικά από τη ζωή των δύο μελών ενός περιπολικού, που αναγκαστικά γίνονται φίλοι και καταλαβαίνεις πόσο ψυχοφθόρα είναι η δουλειά τους. Πόσο ψυχοφθόρο είναι να προσπαθείς να μείνεις στην καλή μεριά, όταν όλοι γύρω σου είναι βουτηγμένοι στη λάσπη.
Το κακό είναι, ότι εξίσου ψυχοφθόρο είναι και το αποτέλεσμα της παρακολούθησης αυτής της περιπετειώδους ταινίας, παρά τις καλές ερμηνείες των Τζέικ Τζίλενχαλ και Μάικλ Πένια.
Υπόθεση: Στο καθήκον τους να τηρούν τον όρκο τους για την υπηρεσία του πολίτη ο αστυνομικός Μπράιαν Τέιλορ (Τζέικ Γκίλενχαλ) και ο αστυνομικός Μάικ Ζαβάλα (Μάικλ Πένια) δέθηκαν με μια ισχυρή φιλία προκειμένου να διασφαλίσουν ότι θα επιστρέφουν σπίτι τους κάθε βράδυ στη λήξη της βάρδιας. Η μόνη εγγύηση γι’ αυτούς τους αστυνομικούς είναι ότι δεν υπάρχουν εγγυήσεις όταν περιπολείς τους δρόμους του Νοτιοκεντρικού Λος Άντζελες. Ανάμεσα στο μπλε φως, τις σειρήνες του περιπολικού και τις σκηνές υψηλής αδρεναλίνης, κυριαρχούν τα έντιμα και συχνά κωμικά σχόλια μεταξύ των συναδέλφων που περνούν τον περισσότερο χρόνο τους σε ένα περιπολικό περιμένοντας την επόμενη κλήση. Οι αστυνομικοί έχουν αναπτύξει μια σχέση που τους επιτρέπει να λειτουργούν ως μονάδα αντιμέτωποι στον κίνδυνο, γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να κληθούν να θυσιαστούν. Η έντονη δράση ξεδιπλώνεται εξ ολοκλήρου μέσα από το βίντεο φορητών βιντεοκαμερών από το πρίσμα των αξιωματικών της αστυνομίας, των μελών συμμοριών, των καμερών ασφαλείας, των ψηφιακών καμερών και των πολιτών που βρίσκονται στη γραμμή του πυρός. Αυτή η οπτική των 360 μοιρών δημιουργεί ένα καθηλωτικό και άμεσο πορτρέτο των πιο σκοτεινών και βίαιων δρόμων και των γενναίων ανδρών και γυναικών που τους περιπολούν. 
End of watch (τέλος βάρδιας), γράφουν οι αστυνομικοί στο τέλος του δελτίου της ημερήσιας αναφοράς τους, στην οποία αναφέρουν ψυχρά τα περιστατικά της ημέρας, χωρίς να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, που κυμαίνονται από μίσος μέχρι συμπάθεια (είτε για τη δουλειά τους, είτε για τα είδη των ανθρώπων που συναντούν).
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Άγιερ
Με τους: Τζέικ Τζίλενχαλ, Μάικλ Πένια, Άνα Κέντρικ, Νάταλι Μαρτίνεζ, Φράνκο Γκρίλο, Αμέρικα Φερέρα, Ντέιβιντ Χάρμπουρ
Προβάλλεται από 14-3-2013
(Κριτική μου στο myFilm)

9/3/13

Ο Όλιβερ Στόουν για τον Ούγκο Τσάβες

Στόουν και Τσάβες
«Πιστεύω ότι ο Ούγκο Τσάβες είναι μια εξαιρετικά δυναμική και χαρισματική φιγούρα. Είναι ανοιχτός και ζεστός, με έναν μεγαλοπρεπή, συναρπαστικό χαρακτήρα. Αλλά όταν επιστρέφω πίσω στις ΗΠΑ, ακούω συνέχεια αυτές τις απαίσιες ιστορίες ότι είναι "δικτάτορας", "κακός", "απειλή για την αμερικανική κοινωνία". Νομίζω ότι αυτή η ταινία ξεκίνησε ως ένα ντοκιμαντέρ για το πώς τα αμερικανικά media δαιμονοποιούν Λατίνους ηγέτες. Και τελικά έγινε κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό, όσο πιο πολύ ασχολούμασταν. Ο Τύπος στην Αμερική, νομίζω ξέρετε, έχει χωρίσει τη λατινική ήπειρο σε "καλή αριστερά" και "κακή αριστερά". Τώρα έχουν κατατάξει τον Κορέα στην "κακή αριστερά", μαζί με τον Μοράλες και τον Τσάβες. Και αποκαλούν τον Λούλα, "καλή αριστερά". Δεν ξέρω πού θα κατατάξουν την Κίρτσνερ, γιατί όλο αλλάζουν γνώμη, αλλά νομίζω ότι στρέφονται εναντίον της όλο και περισσότερο. Κάνουν λοιπόν μια διάκριση και νομίζω ότι είναι μια εσφαλμένη διάκριση». Αυτά αναφέρει ο Όλιβερ Στόουν, ο οποίος με αφορμή την τελευταία του ταινία «South of the border» ταξιδεύει στη Λατινική Αμερική και παίρνει συνέντευξη από τον πρόεδρο της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες. Πλησιάζοντας τον πολιτικό όσο και τον άνθρωπο, ο Στόουν προσπαθεί να αποδείξει πόσο παραπληροφορημένοι για τον Τσάβες είναι οι Αμερικανοί από τα μεγάλα αμερικανικά κανάλια, όπως Fox News και CNN, τα οποία έχουν κηρύξει ανελέητο τηλεοπτικό πόλεμο εναντίον του ίδιου και της πολιτικής κατάστασης στη χώρα του.
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική
Ο Στόουν στη Βενεζουέλα βλέπει μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική, πολύ καλύτερη, και για να

8/3/13

Το πρόσωπο της ομίχλης (In the fog)

Όταν αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1974) άρχισαν να κατακλύζονται οι αθηναϊκές αίθουσες (και ιδιαίτερα Αλκυονίδα και Στούντιο), με ταινίες που ερχόντουσαν από την Ανατολή (Σοβιετική Ένωση και όλα τα δορυφόρα κράτη), θες από ενδιαφέρον, θες από ένα ξέσπασμα, μια αντίδραση, επειδή μας είχε λείψει η ελεύθερη έκφραση επί 7 χρόνια, τουλάχιστον δύο φορές τη βδομάδα έπρεπε να πάμε να "προσκυνήσουμε" σ' αυτό το είδος του σινεμά, που αντιπροσωπεύει η ταινία In the fog. Αυτό του νέου σοβιετικού ρεαλισμού, που ταυτόχρονα αποτελούσε και μια υποβόσκουσα προπαγάνδα. Ανήκε όμως σε μια άλλη εποχή, πιό ηρωική. Σήμερα, αυτό το στυλ κινηματογράφησης φαντάζει παρωχημένο (ξεπερασμένο, πιό απλά). Μπορεί να υπάρχουν σκηνές που αναδεικνύουν χαρακτήρες δύσκολους, που ζουν υπό πίεση και αντιστέκονται, χαρακτήρες μονοκόματους που δεν γνωρίζουν παρά μόνο το άσπρο ή το μαύρο, ασυμβίβαστους. Μπορεί, επίσης να αναδεικνύουν τη παγωμένη και εχθρική φύση. Δεν φτάνουν όμως αυτά. Ο αργός ρυθμός σκοτώνει τα συναισθήματα που θέλει να προκαλέσει η ταινία και δυστυχώς δεν ζούμε σε μια εποχή που έχει ανάγκη αυτή την προπαγάνδα, ειδικά η ρωσική κοινωνία. Ας μη μιλήσουμε δε, για την ελληνική...
Υπόθεση: Δυτικά σύνορα της ΕΣΣΔ, 1942. Η περιοχή είναι υπό γερμανική κατοχή και οι ντόπιοι αντιστασιακοί μάχονται μια βίαιη εκστρατεία αντίστασης. Ένα τρένο εκτροχιάζεται κοντά στο χωριό, όπου κατοικεί ο Συσένια, ένας εργαζόμενος στο σιδηρόδρομο, με την οικογένεια του. Αν και αθώος, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους σαμποτέρ, αλλά την τελευταία στιγμή ένας γερμανός αξιωματούχος αποφασίζει να τον αφήσει ελεύθερο. Οι φήμες ότι ο Συσένια έγινε προδότης κυκλοφορούν γρήγορα, και οι αντάρτες Μπούροφ και Βόιτικ φτάνουν από το δάσος για να πάρουν εκδίκηση. Καθώς οι αντάρτες οδηγούν το θύμα τους στο δάσος, δέχονται ενέδρα, και ο Συσένια μένει μόνος με τον τραυματισμένο εχθρό του. Βαθιά στο δάσος, εκεί όπου δεν υπάρχουν φίλοι και εχθροί, εκεί που η γραμμή μεταξύ προδοσίας και ηρωισμού είναι πολύ λεπτή, ο Συσένια αναγκάζεται να πάρει μια ηθική απόφαση σε ανήθικες καταστάσεις. 
Σκηνοθεσία: Σεργκέι Λόζνιτσα
Με τους:  Βλαντιμίρ Σβίρσκι, Σεργκέι Κολεσόφ, Βλάντισλαβ Αμπάσιν, Βλαντ Ιβάνοφ, Τζούλια Πέρεσιλντ, Νικίτα Περετόμοβς, Ναντέζχντα Μαρκίνα
Προβάλλεται από 7-3-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Μετά το Μάη (Après Mai)

Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο -συναισθηματικά- για έναν άνθρωπο της γενιάς μου να παρακολουθήσει μια ταινία με αυτό το περιεχόμενο. Την εποχή δηλαδή μετά το Μάη του ‘68 και επέκεινα. Μέχρι σήμερα. Γιατί, όπως σήμερα έτσι και τότε, ήταν έντονη η αίσθηση της ματαιότητας για όσα γίνονται. Για τους αγώνες και τις αγωνίες. Ωστόσο η ένταση των νεανικών χρόνων και η επιθυμία για εμπειρίες υπερνικά, τελικά, τις όποιες απογοητεύσεις και οδηγεί τους ήρωες σε αυτό που τελικά προσδοκούν να γίνουν. Τους οδηγεί όμως, όπως έλεγε και ο πατέρας μου -όταν έτρεχα στη Νομική (λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου)- και «στην εξασφάλιση του άρτου ημών, του επιούσιου».
Η ταινία, δεν προσδιορίζει ακριβώς, την εποχή μετά το ’68 και αυτή η περίοδος θα μπορούσε με μια νοητή χρονική προέκταση να είναι και η σημερινή. Δεν έχει αλλάξει τίποτα… Μόνο τα κοστούμια και η μουσική της εποχής παραπέμπουν στην ταραχώδη εκείνη εποχή, η οποία εμφανίζεται ως πολιτικά ρευστή και επικοινωνιακά χαώδης. Αλλά, μήπως και σήμερα -εποχή του διαδίκτυου- δεν είναι χαώδης η πληροφόρηση, μέσα από την πληθώρα των sites και blogs; Τι να πρωτοπιστέψει κανείς;
Δεν ξέρω γιατί, αλλά είδα την ταινία μόνο με νοσταλγική ματιά και με μια νότα απογοήτευσης. Συμφωνώ με τον σκηνοθέτη που λέει: «Η ταινία απεικονίζει το μονοπάτι πάνω στο οποίο μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας, ενώ απορροφούμε και την ατμόσφαιρα της εποχής, χωρίς όμως να γινόμαστε θύματά της. Πρόκειται για ένα δρόμο που αποφεύγει -όσο μπορεί- τα πιο δημοφιλή μέρη κοινωνικοτήτων και συμβιβασμών με τον ένα ή τον άλλο τρόπο».
Υπόθεση: Λίγο έξω από το Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ο Ζιλ, ένας νέος που τελειώνει το σχολείο παρασύρεται από την πολιτική και δημιουργική αναταραχή της εποχής. Όπως και οι φίλοι του, βρίσκεται ανάμεσα στις ριζοσπαστικές πολιτικές δεσμεύσεις και στις προσωπικές του προσδοκίες. Οι πράξεις τους θα τους φέρουν στην Ιταλία και αργότερα στο Λονδίνο, όπου μέσα από ερωτικές συναντήσεις και καλλιτεχνικές ανακαλύψεις, κάποια στιγμή θα αναγκαστούν  να κάνουν τις τελικές επιλογές τους για να βρουν τη θέση τους μέσα σε αυτούς τους ανήσυχους καιρούς. 
Σκηνοθεσία: Ολιβιέ Ασαγιάς
Με τους: Κλεμάν Μεταγιέρ, Λόλα Κρετόν, Φελίξ Αρμάν, Καρόλ Κομπς, Ίντια Μενουέζ
Προβάλλεται από 7-3-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

The paperboy

Τζον Κιούζακ
Ένα πολύ ωραίο φιλμ-νουάρ που διαθέτει όλα τα υλικά της συνταγής: Πρώτα-πρώτα υπάρχει ο φόνος, ύστερα έρχεται το βασικό ερώτημα «Ποιος-είναι-ο-δολοφόνος» ώστε να αθωωθεί ένας θανατοποινίτης. Κατόπιν, διαθέτει την εκτός οθόνης αφήγηση και μάλιστα από γυναίκα, στη συνέχεια δεν έχει ντετέκτιβ, αλλά έναν δημοσιογράφο-ερευνητή που κυνηγάει το Πούλιτζερ και ερευνά την υπόθεση μπαίνοντας σε επικίνδυνα μονοπάτια. Επίσης, διαθέτει τη μοιραία γοητευτική ξανθιά, που επί του προκειμένου είναι η «ανάφτρα» -παρά τα χρονάκια της-  Νικόλ Κίντμαν. Επίσης, έχει τους σκληρούς που εμποδίζουν αρχικά την έρευνα, αλλά και κάποιους χαρακτήρες που ανατρέπουν τα όσα βλέπεις από την αρχή. Υπάρχουν τα μπαρ και τέλος η άγρια φύση της αμερικανικής επαρχίας με τα δάση και τα έλη της, που αποτελεί και αυτή ένα σημαντικό στοιχείο στα έργα νουάρ (και μη ξεχνάτε τις βροχές και την υγρασία από τα ασπρόμαυρα φιλμ με τους ντετέκτιβ και τις βρεγμένες καπαρντίνες, μέχρι το Seven και το επιστημονικής φαντασίας Blade Runner).
Το σενάριο, εκτός από το ατού της αφήγησης διαθέτει ανατροπές. Η φωτογραφία επίσης είναι αρκετά καλή και μόνο η κίνηση της κάμερας μου τα χαλάει λίγο, που πότε βλέπει τους πρωταγωνιστές ντοκιμαντερίστικα και αποστασιοποιείται, ενώ άλλοτε πλησιάζει σε δραματικά κλόουζ απ (όπως τα λέμε ελληνικά) τα πρόσωπα, σα να θέλει να εμβαθύνει στους χαρακτήρες τους, ενώ προς το τέλος δεν χαρίζεται στις σκηνές ωμής βίας και αιφνιδιάζει, αλλά αυτό είναι και θέμα οπτικής του σκηνοθέτη. Τι να κάνουμε; Έχει προηγηθεί το Precious και πρέπει να είμαστε επιεικείς.
Από ερμηνείες, θα έλεγα ότι ο καλύτερος είναι ο Κιούζακ στο ρόλο του κατάδικου, σκληρός και απροσδόκητος. Η Κίντμαν ως ερωμένη του είναι αρκετά καλή και σέξι. Ο Μακόναχι, νομίζεις ότι έχει γεννηθεί με μια οδοντογλυφίδα στο στόμα. Μόνο τότε φαίνεται σκληρός, αλλά εδώ έχει και δισυπόστατο ρόλο! Όσο για τον πιτσιρικά και διαρκώς ερωτευμένο (πρώτα με τον εαυτό του και τα πορνοπεριοδικά του και στη συνέχεια με την Κίντμαν) Ζακ Έφρον,δείχνει να έχει μέλλον.
Υπόθεση: Η ταινία εκτυλίσσεται στον αμερικάνικο νότο και έχει ως πρωταγωνιστή ένα φιλόδοξο και ιδιοτελή δημοσιογράφο, ο οποίος με τη βοήθεια του μικρότερου αδελφού του προσπαθεί ν’ αποδείξει την αθωότητα ενός μελλοθάνατου, ελπίζοντας στο βραβείο Πούλιτζερ. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν μια γοητευτική γυναίκα που διατηρεί ερωτική αλληλογραφία με τον κατάδικο, αναστατώνει τα δύο αδέλφια. 
Σκηνοθεσία: Λι Ντάνιελς
Με τους: Μάθιου ΜακΚόναχι, Νικόλ Κίντμαν, Ζακ Έφρον, Τζον Κιούζακ, Ντέιβιντ Ογιέλοβο, Σκοτ Γκλεν, Μέισι Γκρέι
Προβάλλεται από 7-3-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

7/3/13

Οζ: Μέγας και παντοδύναμος (Oz the great & powerful)

Οι παλαιότεροι, έχετε δει την ταινία του 1939 με τίτλο «Ο μάγος του Οζ»; Ε, λοιπόν καμία σχέση, παρόλο που είναι εμπνευσμένη από το ίδιο μυθιστόρημα.
Είναι βέβαια, άρτια από τεχνική άποψη και μπορώ να πω, ότι ο σχεδιασμός και η φωτογραφία της είναι ό,τι καλύτερο έχω δει σε 3D. Αλλά πολύ παραμύθι φίλε μου και το ωραίο είναι ότι δεν μπορείς να προσδιορίσεις σε τι ηλικιακό κοινό απευθύνεται (ποιο τάργκετ γκρουπ σκοπεύει, στα ελληνικά). Έχει κάτι από ταινίες του Τιμ Μπάρτον: την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» σε έμπνευση, τον «Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας» σε χρώματα, το «Frankenweenie» που ξεκινάει με μικρό format για να ξεδιπλωθεί στην εξέλιξη σε ευρεία οθόνη για να σε μαγέψει οπτικά. Επίσης, διαθέτει τη μουσική του Ντάνι Έλφμαν (αν τον θυμάστε από τους «Μπάτμαν» είναι εξαιρετικός συνθέτης), αλλά ως εκεί. Δεν έχει αυτό το κάτι, που θα σε κρατήσει στο κάθισμά σου, όπως οι ταινίες που προανάφερα (αν και το Frankenweenie με είχε απογοητεύσει λίγο προς το τέλος) και μάλλον πάσχει από σενάριο. Αυτό είναι… όλο προβλέψιμο.
Οι ερμηνείες των βασικών πρωταγωνιστών δεν παρουσιάζουν τίποτα το ιδιαίτερο, όπως και οι χαρακτήρες που υποδύονται. Οι «καλοί» είναι «πολύ καλοί» και οι «κακοί» είναι  «εκνευριστικά κακοί» και όλοι μαζί είναι πολύ κακοί, αν με πιάνετε.
Κατά την προβολή, καθίστε κοντά σε διάδρομο, με εύκολη πρόσβαση στο μπαρ. 
Υπόθεση: O Oscar Diggs, ένας πονηρός ερασιτέχνης μάγος, που δουλεύει σ’ ένα τσίρκο κάπου στο σκονισμένο Κάνσας, επιβιβάζεται στο αερόστατο του και καταλήγει από τύχη στη γεμάτη ζωντάνια κι εκπλήξεις Χώρα του Οζ. Φαίνεται να έχει μόλις χτυπήσει φλέβα χρυσού, αφού δόξα και φήμη του χαρίζονται απλόχερα, αλλά πολύ σύντομα θα έρθει αντιμέτωπος με τρεις καχύποπτες μάγισσες κι όλα θα αλλάξουν. Η Theodora (Mila Kunis), η Evanora (Rachel Weisz) και η Glinda (Michelle Williams) δεν είναι καθόλου σίγουρες ότι αυτός είναι ο σπουδαίος μάγος που όλοι περίμεναν, κι ο απρόθυμος Oscar θα κληθεί να αποδείξει την αξία του και να δώσει λύσεις στα προβλήματα που ταλαιπωρούν τους κατοίκους της μαγικής χώρας. Στην προσπάθεια του να ανακαλύψει ποιος είναι καλός και ποιος όχι, ο ήρωας θα επιστρατεύσει τα μαγικά του κόλπα και την ευφυΐα του για να μεταμορφωθεί όχι μόνο στον πανίσχυρο Μάγο της Χώρας του Οζ, αλλά και σε καλύτερο άνθρωπο.
Σκηνοθεσία: Σαμ Ράιμι
Με τους: Μίλα Κούνις, Τζέιμς Φράνκο, Μισέλ Γουίλιαμς, Ρέιτζελ Βάις, Άμπιγκεϊλ Σπένσερ, Ζακ Μπραφ
Προβάλλεται από 7-3-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

4/3/13

«Ους ο Θεός συνέζευξεν» της Βασιλικής Πιτούλη

«Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη γυρισμένη, δωσ’ της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει». Από το πνεύμα αυτού του στίχου, που χρησιμοποιεί σαν πρόλογο στο διήγημά της «Το φάλτσο οργανάκι», διαπνέεται ολόκληρο το τελευταίο βιβλίο της Βασιλικής Πιτούλη, με τίτλο «Ους ο Θεός συνέζευξεν» (εκδόσεις ΑΜΑΡΥΣΙΑ), το οποίο περιλαμβάνει «είκοσι μία ιστορίες που ακροβατούν ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα. Περιπέτειες ανθρώπων όπως τις άκουσα, βγαλμένες από την αληθινή ζωή, αλλά και όπως τις έπλασα, ακολουθώντας τους ήρωες μου», όπως λέει και η ίδια η συγγραφέας.
Είκοσι ένα παραμύθια, λοιπόν, που ενίοτε λειτουργούν και ως διδακτικές παραβολές. «Η ιστορία αυτή, θέλει να μας δείξει ότι οι άνθρωποι κάποτε δαμάζουν τον εγωισμό και την κακή φύση τους», γράφει στον επίλογο του διηγήματος «Ο Λιμοκοντόρος», η Βασιλική Πιτούλη, που, όπως αναφέρει και στον πρόλογο του βιβλίου της, «όλοι τους, είτε ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών, είτε απλοί άνθρωποι της γειτονιάς, είτε δήμαρχοι, είτε δασκάλες, είτε πάμπλουτοι, είτε απένταροι, γίνονται θύματα του έρωτα, της απληστίας ή της μιζέριας».
Όλοι δε οι ήρωες των ιστοριών, που «ερωτεύονται, προδίδουν, ή προδίδονται με την ίδια ευκολία που γελάνε ή κλαίνε και συνθέτουν μια πινακοθήκη που περιλαμβάνει πλούτο, φτώχια, αίγλη και ταπείνωση», φέρουν πολλές φορές σημαδιακά ονόματα. Ονόματα-σύμβολα, που προετοιμάζουν τον αναγνώστη για το δράμα, ή την ευτυχία που θα συναντήσουν στης ζωής τους το διάβα. Ο Τζιτζικάκης και η Μυρμηγκούλα στο διήγημα «Το τριτοδεύτερο στεφάνι», η Χοντρούλα, ο Κοντός και ο Νόστιμος στην ιστορία «Η χοντρή ποδηλατού» και η Πεταχτή, η Ψωροοπερήφανη και ο Καναλάρχης στο διήγημα «Καναλάρχης με κέρατα».
Όλοι τους, χαρακτήρες βγαλμένοι μέσα από την κοινωνική πραγματικότητα, ολοκληρωμένοι και σωστά δομημένοι από τη συγγραφέα. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας ή του απλησίαστου ρετιρέ απέναντι, που μπορεί να τους ζηλεύουμε κιόλας, αλλά τελικά βιώνουν κι αυτοί το δράμα τους αγόγγυστα και καταλήγουν να μας προσφέρουν τη συγκίνηση ή το γέλιο, ανάλογα.
Άνθρωποι και ιστορίες που κάτι μας θυμίζουν, αλλά η συγγραφέας μας προσγειώνει -με υπαινιγμό- ότι όλα είναι προϊόν της φαντασίας της και «κάθε απόπειρα συσχετισμού με υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα είναι αυθαίρετη και επομένως αδυνατεί να τεκμηριώσει την αντίδραση οποιουδήποτε θεωρήσει ότι θίγεται προσωπικά».
Συμβολικοί όμως, είναι και οι τίτλοι ορισμένων διηγημάτων της, όπως «Το ταρανδοχώρι», «Σκάνδαλο στο Λύκειο»,  «Η ανήθικη γυναίκα», «Οι έρωτες ενός αχόρταγου», «Ο Σάκης ο ηλεκτρολόγος» «Κυρία Δημάρχου» και άλλοι. Διηγήματα με θέματα την αγάπη, τον έρωτα, την απιστία και άλλους μύθους.
* * *
Η Βασιλική Πιτούλη γεννήθηκε στο Βόλο από πατέρα Ηπειρώτη. Είναι καθηγήτρια οικονομολόγος και γαλλικής φιλολογίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σε ηλικία 18 ετών βραβεύτηκε σε διαγωνισμό νεανικής ποίησης που οργάνωσε η εφημερίδα Θεσσαλία. Άρθρα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά, είναι συνεργάτης της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ και μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και της Ενωτικής Πορείας Συγγραφέων.
Βιβλία της: Η προδοσία οδηγεί στον παράδεισο, Δείπνο εκ προμελέτης, Διάλογοι περί έρωτος και άλλων δαιμονίων, Να με λες Άννα, Η είσπραξη της ημέρας,  Και το έρεβος να γίνεται φως.

(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 28-2-2013)