21/2/13

Μαθήματα ενηλικίωσης (The sessions)

Χωρίς να κάνω συγκρίσεις, η ταινία αυτή μου έφερε στο μυαλό τη «Θάλασσα μέσα μου» και τους «Άθικτους». Δύο ταινίες που αντιμετώπιζαν την τετραπληγία με δυο διαφορετικούς τρόπους, αλλά πολύ σοβαρά και με αξιοπρέπεια. Η πρώτη με μια αισιόδοξη τραγικότητα και η δεύτερη με λυτρωτικό, ενίοτε και καυστικό χιούμορ.
Τα «Μαθήματα Ενηλικίωσης» συνδυάζουν και τα δύο. Αυτή τη φορά, στην αντιμετώπιση της έλλειψης σεξουαλικής δραστηριότητας που απασχολεί τον κατάκοιτο από μικρή ηλικία Μαρκ Ο’ Μπράιαν.
Δύσκολο εγχείρημα, αλλά η σκηνοθετική ματιά του Μπεν Λέβιν, βγάζει όλους μας από τη δύσκολη θέση και μας χαρίζει μια αισιόδοξη ταινία. Βγάζει δε από τη δύσκολη θέση και τον ήρωα της ταινίας, βάζοντας δίπλα του δύο πολύ ανθρώπινες και προσγειωμένες φιγούρες. Τη σεξοθεραπεύτρια της Έλεν Χαντ (που πάει για Όσκαρ) και τον καθολικό ιερέα του Γουίλιαμ Μέισι, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τον Μαρκ με στωικότητα και εξαιρετική συμπάθεια. Όλα δε, θα πάνε καλά μέχρι τέλους.
Η Έλεν Χαντ, υποδύεται τέλεια την ψυχρή επαγγελματία, που παρασύρεται προς στιγμήν από τα συναισθήματά της για τον ασθενή της, ο οποίος έχει αποθέματα και ενέργειας (ειρωνεία: στην αέναη αδράνειά του) και χιούμορ που γοητεύει. Ο δε Γουίλιαμ Μέισι, στο ρόλο του ανοιχτόμυαλου ιερέα, που πλησιάζει τον ασθενή και ως απλός άντρας πλέον, δίνει ρέστα ηθοποιίας. Δεν συζητώ δε, τον πρωταγωνιστή Τζον Χόκς, που κρατά και το δυσκολότερο ρόλο! Θα έδινα Όσκαρ στον υπεύθυνο της επιλογής των ηθοποιών (ελληνιστί: casting) για τις τρεις αυτές επιλογές. 
Υπόθεση: Στην ηλικία των 38 ετών, ο Μάρκ Ο΄Mπράιαν, ένας ποιητής που έχει μείνει τετραπληγικός λόγω πολιομυελίτιδας και έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, αποφασίζει πως δεν θέλει πλέον να είναι παρθένος. Με τη βοήθεια της σεξοθεραπεύτριάς του και την καθοδήγηση του ιερέα του έρχεται σε επαφή με την Σέριλ Κόεν-Γκριν, μια ειδική θεραπεύτρια και πρακτικό του σεξ, μια γυναίκα με παιδί, σύζυγο και υποθήκη. 
Σκηνοθεσία: Μπεν Λέβιν
Μμε τους: Τζον Χοκς, Έλεν Χαντ, Γουίλιαμ Μέισι
Προβάλλεται από 21/2/2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Ο έρωτας της βασίλισσας (A royal affair)

Ο Νικολάι Αρσέλ έχει καταφέρει να γυρίσει μια δραματική ταινία για μια ερωτική ιστορία, που είναι ταυτόχρονα και μια ιστορία ίντριγκας και πολιτικών παθών. Ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων έχει ισορροπηθεί τέλεια και με τη βοήθεια της πιστής, ιδανικής απεικόνισης (περιβάλλον, ντεκόρ και κοστούμια αγγίζουν την τελειότητα ενός Τζέιμς Άιβορι) και των ερμηνειών την έστειλαν δίκαια στα Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας («αν και δεν έχει ελπίδα δίπλα στο Amour του Μίκαελ Χάνεκε», όπως μας είπε ο σκηνοθέτης μέσα από τη Skype σύνδεση που πέτυχε η εταιρεία διανομής). Ίσως το αδύναμο στοιχείο της ταινίας να είναι ο αργός ρυθμός στην εξέλιξη της ιστορίας, παρά το γεγονός ότι το σενάριο δεν είναι κακό.
Ο ρόλος του προβληματικού βασιλιά, που ανακαλύπτει τον εαυτό του, μετά τη φιλία του με το γιατρό των ανακτόρων, από τον Μίκελ Μπόε Φόλσγκαρντ εξυπηρετείται πραγματικά υπέροχα, ενώ ο Μαντς Μίκελσεν, είτε παίζει τον «κακό» Λε Σιφρ στο Casino Royal, είτε τον «καλό» γιατρό του βασιλιά στο Royal Affair παραμένει αδιάφορος και με το ίδιο αφηρημένο και κενό βλέμμα. Πολύ καλός ήταν στην τελευταία ταινία του «Το κυνήγι» του Τόμας Βίντεμπεργκ, όπου υποδυόταν τον δάσκαλο που κινδύνευσε η υπόληψή του και η καριέρα του, από το ψέμα μιας μαθήτριας για σεξουαλική παρενόχληση.
Αρκετά καλή είναι η Αλίσια Βικάντερ στο ρόλο της στερημένης βασίλισσας Καρολάιν, που δεν βρίσκει κατανόηση από τον παρανοϊκό σύζυγο και πέφτει στην αγκαλιά του άνευρου, πλην ονειροπόλου και παθιασμένου για μια καλύτερη κοινωνία, γιατρού Γιόχαν Στρούνζεε (του Μίκελσεν).
Χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις η μουσική των Όφορτ και Γιάρε δίνει σε μερικές δραματικές στιγμές το σωστό βάρος με τα -πραγματικά ονειρικά και καταθλιπτικά- μπάσα της, ενώ και η φωτογραφία του χειμωνιάτικου τοπίου της Δανίας είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η ταινία.
Υπόθεση: Μια νεαρή βασίλισσα, στη Δανία του 18ου αιώνα, παντρεμένη με έναν ψυχικά διαταραγμένο βασιλιά, ερωτεύεται κρυφά τον γιατρό της αυλής και μαζί ξεκινούν μια επανάσταση που θα αλλάξει για πάντα ένα ολόκληρο έθνος. 
Σκηνοθεσία: Νικολάι Αρσέλ
Μμε τους: Μαντς Μίκελσεν, Αλίσια Βικάντερ, Μίκελ Μπόε Φόλσγκαρντ, Τρίνε Ντίρχολμ, Ντέιβιντ Ντένσικ, Σιρόν Μέλβιλ
Προβάλλεται από 21-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

15/2/13

Οι άθλιοι (Les Misérables )

Μια αριστουργηματική ταινία βασισμένη στο επιτυχημένο μιούζικαλ, το οποίο με τη σειρά του έχει στηριχθεί στο διάσημο (και διαχρονικό) μυθιστόρημα του Βίκτορος Ουγκώ. Ένα μυθιστόρημα, που εξελίσσεται σε μια διάρκεια 20 ετών περίπου και περιλαμβάνει πολλές επί μέρους ιστορίες με ανθρώπους κυρίως του («άθλιου») περιθωρίου και βασικό ήρωα τον Γιάννη Αγιάννη, που από κλέφτης και σκληρός κατάδικος, μετά την αποφυλάκισή του μετατρέπεται στην κυριολεξία σε άγιο άνθρωπο, που βοηθάει τους φτωχούς και τους αδύναμους μέχρι το βαθμό να εκλεγεί δήμαρχος σε μια μικρή πόλη και να συνεχίσει εκεί το έργο του με ψευδώνυμο. Ο Χιού Τζάνκμαν υποδύεται έξοχα το χαρακτήρα του Αγιάννη, που προσπαθεί να γίνει καλύτερος, αλλά το παρελθόν του δεν τον αφήνει.  Διαθέτει μάλιστα και εξαιρετική φωνή, η οποία βγαίνει αβίαστα χωρίς να επηρεάζει την υποκριτική του ικανότητα, αντίθετα τη συμπληρώνει.
Από την άλλη, ο Ράσελ Κρόου που υποδύεται το διώκτη του, τον Ιαβέρη, έναν σκληρό και αδίστακτο επιθεωρητή της αστυνομίας, που δεν αφήνει σε ησυχία τον Αγιάννη, αποτελεί τη μεγάλη έκπληξη. Όχι από την άποψη της υποκριτικής, αλλά της φωνητικής του ικανότητας, που αγγίζει, τη δυναμική ενός τενόρου της λυρικής
Υπέροχοι είναι και οι υπόλοιποι συντελεστές της ταινίας, με αποκορύφωμα το ζεύγος των «κακών» Θερναντιέ, που υποδύονται η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ και ο Σάσα Μπαρόν Κοέν, που δίνουν και μια κωμική νότα στην ταινία, ενώ το αίσθημα μεταξύ της Κοζέτ και του Μάριου (Μάριο και Τιτίκα, τους γνωρίσαμε οι παλαιότεροι), στο τρίτο μέρος, αποδίδεται αριστουργηματικά από τους Αμάντα Σέιφριντ (γνωστή από την ταινία Mamma Mia!) και τον Έντι Ρέντμαϊν.
Η σκηνοθεσία του Τόμ Χούπερ, καταφέρνει να κρατήσει το πνεύμα του συγγραφέα Βίκτορα Ουγκό (που σ’ αυτό το μυθιστόρημα αναπτύσσει τις απόψεις του σχετικά με τη θρησκεία, την πολιτική και την κοινωνία) και ξεκινά την ιστορία όχι από την περιγραφή της κλοπής του Αγιάννη και της σύλληψής του και της ζωής του στο κάτεργο, αλλά από την απόλυσή του και μετά. Έτσι, η ταινία δίνει περισσότερο βάρος στη συναισθηματική πορεία του ήρωα και μέσα από αυτή περιγράφει τον κοινωνικό περίγυρο της εποχής, τη διαφθορά, την πτώση των αξιών, την οικονομική εξαθλίωση, την απογοήτευση, την απόγνωση του λαού (αν αυτό σας θυμίζει κάτι) και την εξέγερση, μέσα από ένα καλά μελετημένο κρεσέντο δράσης και μουσικής, που είναι και το ατού της ταινίας.
Οι φίλοι των μιούζικαλ (και της όπερας τολμώ να πω), θα λατρέψουν τους «Αθλίους» του Τομ Χούπερ.
Οι φίλοι του κινηματογράφου, θα δουν μια ταινία που «τα έχει όλα»: Σφικτή σκηνοθεσία, εκπληκτικές ερμηνείες, ωραία κοστούμια και ντεκόρ, επική μουσική, ατμόσφαιρα, δράση, αγωνία, αίσθημα, κοινωνική (και πολιτική) κριτική και ψήγματα από λεπτό χιούμορ.
 Σκηνοθεσία Τομ Χούπερ
Με τους Χιου Τζάκμαν, Ράσελ Κρόου, Αν Χαθαγουέι, Αμάντα Σέιφριντ, Σάσα Μπαρόν Κοέν, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, Έντι Ρεντμέιν, Σαμάνθα Μπαρκς
Προβάλλεται από 14-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Παράδεισος του έρωτα (Paradies: Liebe)

Τελικά, ποιος χάνει πρώτος την αξιοπρέπειά του; Αυτός που πληρώνει για να γευτεί τον έρωτα, ή αυτός που πληρώνεται για να τον προσφέρει; Δικαιολογίες υπάρχουν και από τις δύο πλευρές, τόσο από αυτούς/αυτές που τον αναζητούν σε ξωτικές τοποθεσίες (οι άντρες στην Ταϋλάνδη όπως στην ταινία Teddy Bear πριν λίγο καιρό και οι γυναίκες κατά την ταινία στην Κένυα), όσο και από αυτές/αυτούς που τον προσφέρουν.
Αν ασκήσεις κριτική σ’ αυτούς τους χαρακτήρες, δεν είναι απίθανο να χαρακτηρισθείς και ρατσιστής, αν πάλι τους αφήσεις στο απυρόβλητο, το αρχικό ερώτημα θα μείνει αναπάντητο.
Η ουσία είναι ότι ενώ ο «Παράδεισος του έρωτα» ξεκινάει με μια αξιοπρεπή αντιμετώπιση του θέματος, τόσο από την πλευρά της παχουλής και ώριμης κυρίας που έχει δικαίωμα στις χαρές της ζωής, όσο και από την πλευρά των εξαθλιωμένων ντόπιων, που έχουν ανάγκη του εισαγόμενου συναλλάγματος, στο δεύτερο μέρος κάνει μια ανατροπή, που είναι να τους λυπάσαι όλους και πρώτο-πρώτο το σκηνοθέτη (αναρωτιέμαι πού πήγαν τα 3,6 εκατομμύρια € της παραγωγής;).
Στο δεύτερο μέρος λοιπόν, η ταινία σοκάρει με τον κυνισμό της και τη χυδαιότητα των σκηνών της, που προσωπικά δεν είδα σε τι αποσκοπούν, πέραν από το να μας δείξουν ότι η ηρωίδα ήταν πάρα πολύ αφελής που περίμενε να βρει τον πραγματικό έρωτα σ’ εκείνο το μέρος.
Ηθικό δίδαγμα: η χώρα μας καλό θα είναι να ξεκινήσει μια επιθετική εκστρατεία στο είδος του τουρισμού της δεκαετίας του ‘60, που τα νοικιαζόμενα δωμάτια ήταν ζεστά και φιλόξενα και οι παραλιακές ταβέρνες είχαν ψάθινες καρέκλες (γιατί τα πλαστικά της Κένυας μου έβγαλαν τα μάτια) και τραπέζια με καρό τραπεζομάντιλα που σερβίριζαν αγνά ελληνικά προϊόντα και όχι γκουρμέ και σος μπερνέζ, που βρίσκω σήμερα και στις πιο ψηλές βουνοκορφές της Πίνδου.
Στους δε κρυόπλαστους, που έδωσαν € 3,6 εκατ. € για να γυριστεί αυτή η ταινία, θα πρέπει να προσφέρουμε στο εξής και το παλιό «λεβέντικο» καμάκι και τη γνήσια χωριάτικη (ολίγον brutal) φιλοξενία μας, διότι μεταβήκαμε πολύ απότομα από τη γεωργική μας φύση στη μεταβιομηχανική και χάσαμε το μπούσουλα και την αξιοπιστία μας.
Όχι τίποτα άλλο, αλλά ξεχάσαμε ότι εμείς πλασάραμε πρώτοι τον τύπο του Ζορμπά και πολύ γρήγορα τον στείλαμε, πρώτα στο χρηματιστήριο και αργότερα για διακοπές σε κάτι παραλίες σαν κι αυτές της ταινίας. 
Σκηνοθεσία Ούλριχ Ζάιντλ
Με τους Μάργκαρετ Τίζελ, Πίτερ Καζούνγκου, Ίνγκε Μο, Ντούνζα Σόβινετζ, Γκάμπριελ Μουάρουα, Κάρλος Μκουτάνο
Προβάλλεται από 14-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Πολύ σκληρός για να πεθάνει σήμερα (Die Hard 5)

Μετά τους πατεράδες με τις κόρες, που καταδιώκονται από τους «κακούς» ήρθε και ο Μακ Λέιν με το γιο του να καταδιώκεται και αυτός, από Ρώσους αυτή τη φορά. Τον Μακ Λέιν όλοι τον θυμόμαστε… Δράση σε ξέφρενο ρυθμό, εξυπνακίστικες ατάκες, καμιά φορά και πραγματικό χιούμορ. Ε, λοιπόν, πάει κι αυτός. Ξόφλησε.
Τι να το κάνω εγώ, που Μακ Λέιν και υιός ισοπεδώνουν στη Μόσχα ό,τι είχε αφήσει όρθιο ο Τζέιμς Μποντ του Πιρς Μπρόσναν; Οι ερμηνείες των Μπρους Γουίλις και Τζέι Κόρτνεϊ βρίσκονται στο επίπεδο «άντε να τελειώνουμε και μ’ αυτή την παραγωγή». Βαρεμάρα και έντονη η αίσθηση ότι διεκπεραιώνουν τους ρόλους τους.
Από την άλλη, να σου και ο «κακός» Σεμπάστιαν Κοχ, ίδιος ο Βαρβάκης. Λίγο ακόμα και θα τον ρωτούσε ο Μπρους Γουίλις «πού έχεις κρύψει το χαβιάρι;».
Κρίμα.
Υπόθεση: Ο βετεράνος σκληροτράχηλος πράκτορας φτάνει στη Μόσχα, αναζητώντας τον γιο του, με τον οποίο έχουν απομακρυνθεί τελευταία. Εκεί λοιπόν ανακαλύπτει πως ο Τζακ - το σπλάχνο του - δουλεύει ως μυστικός πράκτορας της κυβέρνησης και συγκεκριμενα στην προσωπική ασφάλεια ενός σημαντικού πληροφοριοδότη της Αμερικής, του Κομάροφ, προσπαθώντας να αποτρέψει μια καταστροφική κομπίνα που θα μπορούσε έτσι απλά να προκαλέσει τον μεγαλύτερο πυρηνικό εφιάλτη της ανθρωπότητας. Θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές τους, οι αδιόρθωτοι, αεικίνητοι Μακλέιν δεν διστάζουν να αναμετρηθούν με το πιο σκληρό κομμάτι της Ρώσικης μαφίας και προσπαθούν να ξεπεράσουν τα απροσδόκητα εμπόδια, προκειμένου να καταφέρουν να προστατέψουν τον Κομάροφ και να αποτρέψουν ένα καταστροφικό έγκλημα στην περιοχή του Τσέρνομπιλ.
Σκηνοθεσία Τζον Μουρ
Με τους Μπρους Γουίλις, Τζέι Κόρτνεϊ, Σεμπάστιαν Κοχ, Μέρι Ελίζαμπεθ Γουινστέντ, Πάτρικ Στιούαρτ, Γιούλια Στιούαρτ
Προβάλλεται από 14-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

3/2/13

Χίτσκοκ (Hitchcock)

Είναι μαγεία να παρακολουθείς το παρασκήνιο μιας κινηματογραφικής παραγωγής. Γι’ αυτό άλλωστε και στα dvd των κινηματογραφικών ταινιών περιλαμβάνονται και διάφορα έξτρα από τα γυρίσματα ή και συζητήσεις με τους συντελεστές της. Το ενδιαφέρον μάλιστα, γίνεται μεγαλύτερο, όταν το παρασκήνιο έχει σχέση με το μεγάλο και ανεπανάληπτο «μετρ του suspense» Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Η ταινία δεν είναι βιογραφική, αλλά περιγράφει τις μέρες του Χίτσκοκ πριν και κατά τα γυρίσματα της αξέχαστης ταινίας «Ψυχώ». Μας δείχνει τον Χίτσκοκ, πως αποφάσισε να γυρίσει την ταινία, με τι κριτήρια διάλεξε σεναριογράφο και ηθοποιούς και πως κλονίστηκε η σχέση του με τη σύζυγό του, η οποία τελικά τον στήριξε σ’ αυτή την προσπάθεια, ενώ δεν υπήρχαν ελπίδες να βρει παραγωγό, διότι η ταινία είχε χαρακτηριστεί προκλητική για την εποχή της.
Ο σκηνοθέτης Σάσα Τσερβάζι καταφέρνει να δώσει ένα ντοκιμαντερίστικο στυλ στην ταινία, παρά τις λίγες μεταφυσικές σκηνές που παρεμβάλλονται όταν σκέφτεται ο Χίτσκοκ, βάζοντας μάλιστα τον Χίτσκοκ-Χόπκινς να μας απευθύνει το λόγο άμεσα μπροστά στο φακό κατά την έναρξη, αλλά και στο τέλος της.
Ο Άντονι Χόπκινς είναι απλά υπέροχος για άλλη μια φορά και χωρίς να μοιάζει απόλυτα στον Χίτσκοκ (πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε;), τον θυμίζει έντονα και ειδικά στο προφίλ του. Όσο για τον χαρακτήρα, θεωρώ ότι μόνον ο Χόπκινς θα μπορούσε να ενσαρκώσει έναν άνθρωπο σαν τον Χίτσκοκ, με τις εμμονές του και τις αδυναμίες του απέναντι στις γοητευτικές πρωταγωνίστριές του.
Η Έλεν Μίρεν παίζει με εσωτερικότητα το ρόλο της Άλμα Ρεβίλ, συζύγου του και συνεργάτιδάς του, που επηρέαζε άμεσα τον Χίτσκοκ, ενώ η Σκάρλετ Γιόχανσον στο ρόλο της Τζάνετ Λι είναι εξόχως πειστική ως ξανθιά στάρλετ του Χόλιγουντ αρκούντως αγχωμένη απέναντι στον μεγάλο σκηνοθέτη. Κρίμα, που ο Τζέιμς Ντ’ Άρσι, στο ρόλο του Άντονι Πέρκινς εμφανίζεται πάρα πολύ λίγο, γιατί είναι τέλειος σε εκφραστικότητα και κίνηση, ώστε νομίζεις ότι έχεις μπροστά σου τον αξέχαστο και διαταραγμένο πρωταγωνιστή εκείνης της ταινίας.
Για τους νεώτερους σε ηλικία, η ταινία αυτή είναι, μια καλή αρχή να μελετήσουν το φαινόμενο Χίτσκοκ και να δουν μερικές από τις ταινίες του, που διακινούνται στα dvd-clubs και απαραιτήτως το «Ψυχώ». Ο άνθρωπος, μπορούσε να βγάλει φιλμ αγωνίας (σωστό θρίλερ) ακόμα και μέσα από αισθηματικές ιστορίες όπως π.χ. η «Ρεβέκκα».
Σκηνοθεσία: Σάσα Τζερβάζι
Με τους: Άντονι Χόπκινς, Έλεν Μίρεν, Σκάρλετ Γιόχανσον, Τζέιμς Ντ’ Άρσι, Τζέσικα Μπιλ, Τόνι Κολέτ, Ραλφ Μάτσιο 
Προβάλλεται από 7-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Τα μυθικά πλάσματα του νότου (Beasts of the southern wild)

Μια ταινία γεμάτη λυρισμό και με ένα τέλος που αποπνέει αισιοδοξία. Μια ταινία για τον κόσμο μας και τις αντιφάσεις του. Για τους ανθρώπους αυτούς που βρίσκουν τη δύναμη να στέκονται ζωντανοί, ακόμα και όταν βλέπουν ότι το μέρος που τους γέννησε πεθαίνει και ταυτόχρονα διατηρούν την ελπίδα και το εορταστικό πνεύμα που το καθορίζει.
Αυτοί οι άνθρωποι, είναι η εξάχρονη Χάσπαπι και ο πατέρας της Γουίνκ, που ζουν σε μια περιοχή τόσο μακριά, αλλά και τόσο κοντά μας. Σε μια περιοχή γεμάτη λάσπη, βρώμα και βιομηχανικά σκουπίδια, η οποία πλήττεται από κυκλώνες (Νότια Λουιζιάνα) που δεν σου επιτρέπουν να σηκώσεις κεφάλι. Κι όμως η Χάσπαπι (η 11χρονη Κουβένζανε Γουάλις φοράει τα γυαλιά σε μεγάλους ηθοποιούς) αντέχει, μάχεται να επιβιώσει και προσπαθεί να σώσει και τον πατέρα της (έξοχος και ο Ντουάιτ Χένρι), ο οποίος με τη σειρά του, αφού την έχει διδάξει πώς να αντιστέκεται, αρνείται την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των «πολιτισμένων» και θέλει να γυρίσει στο δικό του περιβάλλον, που τον γιατρεύει πρώτα ψυχολογικά και σωματικά στη συνέχεια.
Είναι πραγματικά μυθικό πλάσμα η Χάσπαπι, που βρίσκει το θάρρος να αντιμετωπίσει, όχι μόνον τα στοιχεία της φύσεως, όχι μόνο τους «πολιτισμένους» που θέλουν να τη σώσουν, αλλά και τα πλάσματα που ξυπνούν μέσα από τους πάγους του Νότιου Πόλου που λιώνουν (άλλη μια επιτυχημένη αλληγορία).
Και να σκεφτεί κανείς, ότι οι πρωταγωνιστές της ταινίας δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά απλοί άνθρωποι από την Ονδούρα. Εκεί πήγε και τους ψάρεψε ο Μπεν Ζάιτλιν, ο σκηνοθέτης που ήθελε να γεμίσει τη ζωή του και τις ταινίες του «με άγριους, γενναίους και καλόκαρδους ανθρώπους», όπως δηλώνει.
Μια άριστη ταινία, από έναν άριστο σκηνοθέτη, που «λέει πολλά», χωρίς πολλά λόγια και έξοδα, αφού είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου στη φύση –στην εχθρική μα και φιλική συνάμα- και συνοδεύεται από υποβλητική μουσική. Ο Μπεν Ζάιτλιν έχει κάνει μια ταινία γεμάτη ανθρωπιά και με αγάπη για το περιβάλλον. Ένα περιβάλλον που υπάρχει αρμονικά γύρω μας και όταν κάτι πάει να σπάσει την ισορροπία του, το ωθεί να δημιουργήσει κάτι καινούργιο. Επειδή η Φύση απεχθάνεται το Κενό.
Υπόθεση: Σε μία ξεχασμένη αλλά δυναμική κοινότητα, αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, ζει η εξάχρονη Χάσπαπι στο όριο της ορφάνιας. Η μητέρα της έχει φύγει από καιρό, ο πατέρας της είναι ένας άγριος σε διαρκές ξεφάντωμα, κι εκείνη έχει αφεθεί στην τύχη της σε ένα απομονωμένο περιβάλλον γεμάτο ημιάγρια ζώα. Αντιλαμβάνεται το φυσικό κόσμο σαν ένα εύθραυστο ιστό πραγμάτων, και το σύμπαν ολόκληρο εξαρτάται από αυτά τα πράγματα να δένουν αρμονικά και σωστά μαζί. Όταν μια καταιγίδα σηκώνει τα νερά, ο μπαμπάς της αρρωσταίνει, και άγρια ζώα ξυπνούν από τους παγωμένους τάφους τους, η Χάσπαπι βρίσκει τη φυσική τάξη όλων των αγαπημένων πραγμάτων γύρω της να καταρρέει. Απεγνωσμένη να αποκαταστήσει τη δομή του κόσμου της, για να σώσει το σπίτι της και τον πατέρα της , αυτός ο μικροσκοπικός ήρωας πρέπει να μάθει πως να επιβιώσει από μια ασταμάτητη καταστροφή επικών διαστάσεων. 
Σκηνοθεσία: Μπεν Ζάιτλιν
Με τους: Κουβενζχανέ Γουόλις, Ντουάιτ Χένρι
Πρβάλλεται από 7-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

29/1/13

Ξέρεις τι είναι, εσύ ως πολιτικός να έχεις το όραμά σου και να έρχεται το στέλεχος της διαφημιστικής εταιρείας και να προσπαθεί να περάσει αυτό σου το όραμα στον κόσμο με βιντεοκλίπ που θυμίζει διαφήμιση γνωστής κόλα;
Διότι αυτό συμβαίνει σ’ αυτήν την κατά τα άλλα φιλότιμη προσπάθεια να αναβιώσει το καταπιεστικό καθεστώς του Πινοσέτ στη Χιλή και τις προσπάθειες μιας ομάδας ακτιβιστών να στήσουν μια αντικαθεστωτική τηλεοπτική εκστρατεία, πείθοντας τον κόσμο να ψηφίσει επιτέλους ΟΧΙ στην παραμονή του Πινοσέτ στην εξουσία.
Η ομάδα που ετοιμάζει την εκστρατεία του ΟΧΙ, θυμίζει έντονα τις κομματικές ομάδες που ξεπετάχτηκαν μετά το δικό μας Πολυτεχνείο και εξελίχθηκαν σε κατεστημένο στη συνέχεια. Οι εικόνες από τη δράση του φασιστικού καθεστώτος έχουν δύναμη, η οποία μάλιστα εντείνεται περισσότερο από τη φωτογραφία, που θυμίζει ταινίες της εποχής εκείνης, αλλά τελικά η ταινία δεν σου αφήνει τίποτα συγκλονιστικό μετά τους τίτλους του τέλους.
Ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, διεκπεραιώνει ουσιαστικά το ρόλο του, σε ένα σενάριο που προβλέπεις το τέλος του, από τη στιγμή που οι διαφημιστικές στρατηγικές του, θυμίζουν αμερικανική πολυεθνική εταιρεία. Θα μπει στο χωνευτήρι του κατεστημένου κι αυτός. Η μόνη στιγμή της ερμηνείας του που μπορεί να… απογειώσει τον θεατή είναι στο τέλος, όταν όλοι πανηγυρίζουν τη νίκη του ΟΧΙ και αυτός με το γιο του προσπερνούν τους ευτυχισμένους(;) διαδηλωτές, χωρίς να σκάσει ούτε ένα χαμόγελο. Αυτός ήξερε. Και δεν είχε άδικο ο καθηγητής Vance Packard που είχε διαχωρίσει το βιβλίο του The Hidden Persuaders (έκδοση 1957, παρακαλώ!) σε δυο μεγάλα κεφάλαια (τα μεταφράζω): «Πώς να τους πείσεις ως καταναλωτές» και «Πώς να τους πείσεις ως πολίτες».
Υπόθεση: Το 1988, όταν ο Πινοσέτ ετοιμάζεται για το δημοψήφισμα που θα καθορίσει την προεδρία του στη Χιλή, η αντιπολίτευση αναθέτει σ’ ένα νεαρό μαρκετίστα την καμπάνια της. O Gael Garcia Bernal υποδύεται έναν παράτολμο νέο, στέλεχος μιας διαφημιστικής εταιρίας που ηγείται της εκστρατείας ‘ΝΟ’, εναντίον του Πινοσέτ. Δεκαπέντε χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους καθεστωτικούς ο René Saavedra παράλληλα με την δική του μάχη στην προσωπική του ζωή, επιστρατεύει τους πιο δυνατούς όρους μάρκετινγκ και με τη βοήθεια των ακτιβιστών της αντιπολίτευσης καταστρώνουν ένα σχέδιο κι έχουν 27 ημέρες για να το εκτελέσουν σωστά, να κερδίσουν τις εκλογές και να απελευθερώσουν την χώρα τους.
Σκηνοθεσία: Πάμπλο Λαρέν
Με τους: Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Αλφρέντο Κάστρο, Αντονία Ζέγκερς, Αλεχάντρο Γκόιτς, Ρικάρντο, Λούις Γκνέκο, Νέστορ Καντιλιάνα
Προβάλλεται από 31-1-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Οδηγός αισιοδοξίας (The silver linings playbook)

Εντάξει, όταν διαβάζετε το χαρακτηρισμό «κωμωδία», μη νομίζετε ότι θα πάτε και θα ανοίξει η ψυχή σας από το γέλιο και θα φύγετε ενθουσιασμένοι για το σπίτι λέγοντας «πω, πω δάκρυσα από τα γέλια σήμερα, μπράβο στον, πως-τον-λένε-μωρέ το σκηνοθέτη;».
Συμφωνώ, ότι υπάρχει πραγματικά ένα έξοχο σενάριο, ενώ και οι ερμηνείες είναι τόσο πειστικές που ο θεατής επηρεάζεται έντονα, αλλά σκηνοθετικά η ταινία σε στέλνει από τη σχιζοφρενική και νευρωτική καταπίεση και το βιτριολικό χιούμορ του πρώτου μέρους, στην κατάσταση της απόλυτης αμερικανιάς και του - αναμενόμενου - happy end.
Ο θεατής καλείται να υποστεί τις νευρώσεις των πρωταγωνιστών, που έχουν κυριολεκτικά «πάθει πλάκα» από τις σύγχρονες συνθήκες ζωής (αποξένωση, απομόνωση και οικονομική δυσπραγία) και τις υφίσταται επειδή οι βασικοί ηθοποιοί Bradley Cooper και Jennifer Lawrence είναι τόσο πειστικοί, που πραγματικά συμπάσχεις (και αν όχι, τότε σου δημιουργείται η διάθεση να τους χαστουκίσεις για να συνέλθουν), ενώ ο Robert De Niro, που ομολογουμένως επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια, δίνει έναν επιπλέον τόνο στην όλη νευρωτική εικόνα. Άψογα.
Η ταινία τελικά, με τις καταστάσεις της, σου προκαλεί έναν κλαυσίγελο, αλλά δεν τη βαριέσαι. Είναι πολύ καλή συνολικά και ειδικά αν ξεπεράσετε το πρώτο μέρος, θα εκτιμήσετε τον σκηνοθέτη που καταφέρνει να συνδυάζει το δράμα της καθημερινότητας με το χιούμορ (άλλωστε τι θα ήταν η ζωή μας αν δεν το ρίχναμε και λίγο στη τρέλα;) και αν δώσετε λίγη προσοχή παραπάνω, παρουσιάζει ενδιαφέρον (έχει και suspense) η πιθανότητα όλα αυτά που βιώνει ο πρωταγωνιστής, ίσως να είναι και στημένα.
Υπόθεση: Ο Μπράντλεϊ Κούπερ υποδύεται τον Πατ Σολατάνο, έναν πρώην δάσκαλο που έχει χάσει τα πάντα: τη δουλειά του, το σπίτι και τη γυναίκα του. Έχοντας περάσει τα τέσσερα τελευταία χρόνια σε ψυχιατρικό ίδρυμα, αναγκάζεται να γυρίσει στο σπίτι των γονιών του (Ρόμπερτ ΝτεΝίρο και Τζάκι Γουίβερ), αποφασισμένος να ανακτήσει την παλιά του ζωή, καθώς και την πρώην σύζυγο. Το μόνο που θέλουν οι γονείς του Πατ είναι να σταθεί ξανά στα πόδια του, τα πράγματα όμως περιπλέκονται όταν γνωρίζει την Τίφανι (Τζένιφερ Λόρενς), ένα μυστηριώδες κορίτσι με πολλά προβλήματα. Εκείνη προθυμοποιείται να τον βοηθήσει να επανασυνδεθεί με τη γυναίκα του και το μόνο που έχει να κάνει εκείνος είναι κάτι πολύ σημαντικό για να της το ανταποδώσει. Καθώς ο καιρός περνά, ένα αναπάντεχο δέσιμο δημιουργείται μεταξύ τους, και σημάδια αισιοδοξίας αρχίζουν να παρουσιάζονται στις ζωές τους. 
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Ο' Ράσελ
Με τους: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Μπράντλεϊ Κούπερ, Τζένιφερ Λόρενς, Τζούλια Στάιλς, Κρις Τάκερ, Τζάκι Γουίβερ, Άνουπαμ Κερ
Προβάλλεται από 31/1/2013

(Κριτική μου στο myFilm)

25/1/13

Λίνκολν (Lincoln)

«Πάντα ήθελα να διηγηθώ την ιστορία του Λίνκολν. Είναι μια από τις πιο συναρπαστικές μορφές ολόκληρης της ιστορίας και της ζωής μου», λέει ο Σπίλμπεργκ και συνεχίζει: «Θυμάμαι τον εαυτό μου γύρω στα τέσσερα ή πέντε, που πρωτοείδα το Lincoln Memorial και ήμουνα τρομερά εντυπωσιασμένος από το μέγεθος αυτού του αγάλματος που κάθεται στην καρέκλα, και καθώς πλησίαζα πιο κοντά, με είχε αιχμαλωτίσει το πρόσωπό του. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη στιγμή, έχοντας με αφήσει να αναρωτιέμαι για αυτόν τον άνθρωπο που καθόταν εκεί ψηλά».
Αφού λοιπόν είχε εντυπωσιαστεί από το άγαλμα του Λίνκολν ο Σπίλμπεργκ, αποφάσισε όταν μεγάλωσε, να κάνει ταινία τους τελευταίους μήνες της ζωής του, επειδή ήθελε «να δείξει  πόσο πολύπλευρος ήταν ο Λίνκολν. Ήταν πολιτικός, στρατιωτικός αρχηγός, και ταυτόχρονα πατέρας, σύζυγος και άντρας, ο οποίος πάντα έψαχνε βαθιά μέσα του και γιατί ότι κατάφερε εκείνο το διάστημα ήταν πραγματικά τεράστιο.
Θέλαμε όμως να δείξουμε ότι και εκείνος ήταν άνθρωπος, όχι ένα μνημείο».
Αυτό ακριβώς κατάφερε ο Σπίλμπεργκ. Να τονίσει τον αγώνα του Λίνκολν για να διατηρήσει ενωμένες τις Πολιτείες και μάλιστα μετά από ήττα των Νότιων που τους ήθελε πλήρως παραδομένους. Εκεί τουλάχιστον η ταινία είναι ειλικρινής, δείχνοντας τον Λίνκολν να περνάει έφιππος μέσα από το πεδίο της τελευταίας μάχης όπου έχει γίνει σφαγή στην κυριολεξία. Άλλωστε ο Λίνκολν είχε πει: «Υπέρτατος σκοπός μου στον αγώνα αυτό είναι να διασώσω την Ένωση και όχι να διασώσω ή να εξαλείψω τη δουλεία. Αν μπορούσα να διασώσω την Ένωση χωρίς να απελευθερώσω τους δούλους , θα το έκανα. Αν πάλι τη διέσωζα ελευθερώνοντας όλους τους δούλους, θα το έκανα. Αν μπορούσα να τη διασώσω ελευθερώνοντας μερικούς και αφήνοντας τους άλλους να παραμείνουν δούλοι και αυτό θα το έκανα» («Οι πολιτικοί – Λίνκολν: ο πρόεδρος της ενότητας» εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ).
Ύστερα από αυτό, ο εξωραϊσμός του από τον Σπίλμπεργκ και ο τονισμός της πλευράς του, που ήθελε την ενότητα των Πολιτειών πάση θυσία, φαντάζει εύλογος πλέον. Άλλο θέμα, το γεγονός ότι διασώζοντας τη γεωγραφική συνοχή της χώρας, κατάστρεψε το πνεύμα της εθελοντικής ενότητας και σύμπνοιας, που θεωρούνται το θεμέλιο των ΗΠΑ.
Ο Σπίλμπεργκ με αυτή την άρτια ταινία, που έχει όλα τα υλικά της υπερπαραγωγής (πλούσια σε κόσμο, ντεκόρ, υλικά και κοστούμια και φυσικά το μεγάλο ατού που λέγεται Ντάνιελ Ντέι Λιούις καθώς και την ανθρώπινη Σάλι Φιλντ που υποδύεται τη σύζυγο του Λίνκολν, αλλά και τη μουσική επένδυση μαζί με τη φωτογραφία, που θυμίζει πίνακες του Ζαν Λεόν Ζερόμ Φέρις από την εποχή) καταφέρνει - για άλλη μια φορά- να συγκινεί το κοινό του.
Μόνο που εγώ, στο πρώτο μέρος ψιλοβαρέθηκα με όλο εκείνο το κουβεντολόι για το πώς θα πεισθούν (ή και θα εξαγοραστούν με διορισμούς) οι γερουσιαστές για να ψηφίσουν. Είναι και η μεγάλη διάρκεια της ταινίας βλέπετε (150 λεπτά). Ευτυχώς, που με αποζημίωσε ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις.
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ
Μμε τους: Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, Τόμι Λι Τζόουνς, Τζέιμς Σπέιντερ, Ντέιβιντ Στράθερν, Σάλι Φιλντ, Τζάρεντ Χάρις, Λι Πέις, Τζάκι Ερλ Χάλει
Προβάλλεται από 24/1/2013

(Κριτική μου και στο myFilm)