14/8/11

Η ώρα του φεγγαριού

Ερήμωσε η πόλη, καταλάγιασε ο θόρυβος στα λιμάνια απ' αυτούς που έφευγαν, άδειασαν οι δρόμοι από αυτοκίνητα. Χθες βράδυ πολύς κόσμος ανεβοκατέβαινε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Αθήνα, όπου όλα τα τραπεζάκια καφετεριών και ταβερνών ήσαν κατηλλειμένα εν αναμονή της πανσέληνου πάνω από την Ακρόπολη. Ένα μοναδικό θέαμα, που το ακολούθησαν απανωτές λάμψεις φωτογραφικών φλας. Όλοι ήθελαν να θυμούνται τη στιγμή. Πόζες, γέλια, φιλιά κάτω απ' το Αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Τι απέγιναν άραγε οι "αγανακτισμένοι" της πλατείας Συντάγματος;

3/8/11

Έχουμε τη θέληση

Πριν από μερικές μέρες πριν από τα τραγικά γεγονότα στο νησί Οτόγια, μιλούσα με έναν φίλο για το πώς η χαρά της ζωής και η θλίψη για το ότι τα πάντα αλλάζουν πάνε πάντα μαζί. Για το πώς ακόμα και το πιο λαμπρό μέλλον δεν μπορεί να αναπληρώσει το γεγονός ότι κανένας δρόμος δεν επιστρέφει ποτέ πίσω: Στην αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας. Στην πρώτη φορά που ερωτευτήκαμε. Στις ευωδιές του Ιουλίου, στο χορτάρι που γαργαλά την ιδρωμένη πλάτη σου, λίγο πριν πηδήξεις από τους βράχους και βρεθείς την άλλη στιγμή μέσα στα παγωμένα νερά του νορβηγικού φιόρδ έχοντας στο στόμα και τη μύτη σου τη γεύση του αλατιού και των παγετώνων. Κανένας δρόμος που να οδηγεί στα δεκαεφτά σου, όταν είχες μόνο δέκα φράγκα στην τσέπη και παρατηρούσες στο λιμάνι των Καννών δύο άντρες ντυμένους με την ίδια ηλίθια στολή να τραβάνε κουπί οδηγώντας στη στεριά μια γυναίκα με το κανίς και τις πιστωτικές της κάρτες, και συνειδητοποιούσες πως η κοινωνία ισότητας από την οποία προερχόσουν ήταν μάλλον η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Ή όταν έκπληκτος κοιτούσες εθνικές συγκεντρώσεις άλλων χωρών να βρίσκονται περικυκλωμένες από φρουρούς με αυτόματα όπλα – ένα θέαμα που σε έκανε να κουνάς αποδοκιμαστικά το κεφάλι με ένα μείγμα παραίτησης και ικανοποίησης σκεπτόμενος: στην πατρίδα μου δεν έχουμε ανάγκη από τέτοια μέτρα. Γιατί στην πατρίδα μου ο φόβος του άλλου δεν έχει ρίζες. Μια χώρα από την οποία μπορούσες να λείψεις για τρεις μήνες για να ταξιδέψεις αλλού και να ζήσεις δύο πραξικοπήματα, έναν καταστροφικό λιμό, ένα μακελειό σε σχολείο, δύο δολοφονίες, ένα τσουνάμι, για να γυρίσεις πάλι πίσω και διαβάζοντας την εφημερίδα να διαπιστώσεις πως το μόνο πράγμα που άλλαξε ήταν το σταυρόλεξο της τελευταίας σελίδας. Μια χώρα που κατάφερε να καλύψει τις υλικές ανάγκες των κατοίκων της, όταν βρήκε πετρέλαιο το 1970, και που απέκτησε πολιτικό όραμα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ομοψυχία ήταν διάχυτη, οι πολιτικές συζητήσεις επικεντρώνονταν στην εύρεση των καλύτερων τρόπων για να επιτευχθούν εκείνοι οι στόχοι που όλοι (δεξιοί και αριστεροί) είχαν χαράξει. Μια χώρα που πίστευε πως εξυπηρετεί τα συμφέροντά της με το να ασχολείται μόνο με ό,τι την αφορούσε και επέλεξε να μείνει εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αντίστοιχα μικρές χώρες θα έκαναν τα πάντα για να γίνουν δεκτές.
Οι ιδεολογικές διαμάχες ανέκυψαν μόνο όταν η παγκόσμια πραγματικότητα άρχισε να χτυπά την πόρτα μας. Όταν ένα έθνος που μέχρι τη δεκαετία του 1970 αποτελούνταν από μια ίδιας εθνικότητας και κουλτούρας πλειοψηφία έπρεπε να αποφασίσει αν οι νέοι της κάτοικοι δικαιούνται να φοράνε μπούρκα και να χτίζουν τζαμιά και όταν νορβηγοί στρατιώτες στάλθηκαν στο Αφγανιστάν και στη Λιβύη. Αλλά πριν από τις 22 Ιουλίου η εικόνα της Νορβηγίας ήταν εκείνη μιας παρθένας φύσης ακόμα ανέγγιχτης. Ένα έθνος αμόλυντο από τα δεινά της κοινωνίας.
Υπερβολή βεβαίως. Μια ματιά στα αστυνομικά αρχεία ήταν αρκετή. Κι όμως. Τον Ιούνιο έκανα ποδήλατο στους δρόμους του Όσλο με τον πρωθυπουργό της χώρας Jens Stoltenberg και έναν κοινό μας φίλο, ξεκινώντας για μια πεζοπορία σε μια δασώδη πλαγιά εντός των συνόρων αυτής της μεγάλης αλλά μικρής πόλης. Δύο σωματοφύλακες μας ακολουθούσαν ποδηλατώντας. Καθώς σταματήσαμε σε ένα κόκκινο φανάρι, ένα αυτοκίνητο με ανοιχτό παράθυρο προσέγγισε τον πρωθυπουργό. Ο οδηγός φώναξε το όνομά του. «Jens!». Το γεγονός ότι ο νορβηγικός λαός μιλά συνήθως για τον ηγέτη της χώρας και του απευθύνεται στον ενικό είναι σύμφυτο με το πνεύμα ισότητας της κοινωνίας μας και δεν μου προκαλεί καμία έκπληξη πλέον.
«Υπάρχει εδώ ένας μικρός που θέλει πολύ να σου πει ένα γεια», είπε ο οδηγός.
Ο Jens Stoltenberg χαμογέλασε και έδωσε το χέρι στο αγοράκι. «Γεια σου, είμαι ο Jens.»
Ο πρωθυπουργός φορούσε το ποδηλατικό του κράνος. Το αγόρι φορούσε τη ζώνη ασφαλείας του. Και οι δύο σταμάτησαν στο κόκκινο φανάρι. Οι σωματοφύλακες είχαν σταματήσει διακριτικά λίγα μέτρα πιο πίσω. Χαμογελώντας. Ήταν μια εικόνα ασφάλειας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η εικόνα της ειδυλλιακής νορβηγικής κοινωνίας που όλοι είχαμε ως δεδομένο, αυτού που θεωρούσαμε απολύτως φυσιολογικού. Πώς θα μπορούσε να πάει κάτι στραβά; Είχαμε κράνη και ζώνες και υπακούγαμε στον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.
Και βέβαια κάτι μπορούσε να πάει στραβά. Πάντα κάτι μπορεί να πάει στραβά.
[…]

Έχουμε τη θέληση.
Κι όμως, δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί στο αθώο παρελθόν.
Χθες άκουσα έναν άντρα να ουρλιάζει θυμωμένος μέσα στο τρένο. Πριν από τις 22 Ιουλίου η αυτόματη αντίδρασή μου θα ήταν να γυρίσω να κοιτάξω ίσως και να τον προσεγγίσω. Θα μπορούσε να ήταν μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση που θα μου επέτρεπε να διαλέξω πλευρά έπειτα από μια αντικειμενική αξιολόγηση των επιχειρημάτων. Τώρα όμως η αυτόματη αντίδρασή μου ήταν να γυρίσω να κοιτάξω αν η κόρη μου ήταν ασφαλής και να εντοπίσω ασφαλή έξοδο κινδύνου. Ελπίζω πως αυτή η αντίδραση με τον καιρό θα καταλαγιάσει. Αλλά ήδη γνωρίζω ότι ποτέ –μα ποτέ- δεν πρόκειται να εκλείψει τελείως. Η ημερομηνία θα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, 22 Ιουλίου, και για εμάς που ζούμε σήμερα θα είναι μια εφόρου ζωής υπενθύμιση πως τίποτα δεν είναι δεδομένο παρά τα κράνη και τις ζώνες ασφαλείας.
Αφού εξερράγη η βόμβα –κάτι που έγινε αισθητό στο Όσλο όπου μένω- και άρχισαν να συρρέουν ειδήσεις για όσα συνέβησαν στο νησί της Οτόγια, ρώτησα την κόρη μου αν φοβόταν. Απάντησε με μια φράση που της είχα κάποτε πει: «Ναι, αλλά αν δεν φοβάσαι, δεν μπορείς και να είσαι γενναίος.»
Αν λοιπόν δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στο παρελθόν, στην απόλυτη, ασύνειδη και αφελή έλλειψη φόβου και σε όλα όσα παρέμεναν ανέγγιχτα, υπάρχει ωστόσο ένας δρόμος που μας πάει μπροστά. Που μας κάνει γενναίους. Που μας κάνει να συνεχίζουμε όπως πριν. Που μας κάνει να γυρνάμε το άλλο μάγουλο ρωτώντας «Τι, αυτό ήταν μόνο;». Που μας κάνει να αρνούμαστε στον φόβο να ορίσει τον τρόπο που θα συνεχίσουμε να χτίζουμε τη δική μας κοινωνία.

Ήταν ένα κείμενο του Nορβηγού συγγραφέα Jo Nesbo που γράφτηκε σε περίληψη στις 26 Ιουλίου στους Νew York Times (εδώ είναι ολόκληρο σε mετάφραση Κυριάκου Χαρίτου).
Στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ κυκλοφορεί το βιβλίο του Jo Nesbo "Νέμεσις", ενώ τον Οκτώβριο πρόκειται να κυκλοφορήσει "Το αστέρι του διαβόλου", το επόμενο της σειράς με πρωταγωνιστή τον cult ντετέκτιβ Χάρι Χόλε.





18/6/11

Στροφή στην επαρχία

Με δύο διαφορετικές ματιές είδα την ταινία THE COMPANY MEN, που πρόκειται να βγει στους κινηματογράφους στις 23 Ιουνίου 2011.

Η μια είναι η ματιά του σκηνοθέτη, που αν και είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, την πήγε πολύ καλά, εικονογραφώντας την αμερικανική ύφεση. Άνθρωποι που εργάζονται σκληρά επί χρόνια για να προσφέρουν στην επιχείρησή τους την άνοδό της, αλλά και στον εαυτό τους μια καλύτερη ζωή, βρίσκονται ξαφνικά στο δρόμο. Με τις γνώσεις τους και τα πτυχία τους να μην έχουν καμία αξία μπροστά στις νέες συνθήκες της αμείλικτης αγοράς, η οποία λόγω της κερδοσκοπίας των τραπεζών, αλλά και του τζόγου στον οποίο επιδίδονται τα ανώτερα στελέχη, δεν «σέβεται» τίποτα και ισοπεδώνει τα πάντα. Οι δε τραπεζίτες και τα πολύ μεγάλα στελέχη συνεχίζουν την επιδρομή, θησαυρίζοντας και θυσιάζοντας τους πάντες και τα πάντα, χωρίς αίσθημα ενοχής, ενώ κάποιος κόσμος την ίδια στιγμή χάνει το σπίτι του, ή δεν μπορεί να συντηρήσει την οικογένειά του.

Η άλλη ματιά είναι αυτή του Έλληνα θεατή, ο οποίος συνειδητοποιεί ότι αυτό το σύστημα που δεν υπολογίζει τους δικούς του ανθρώπους, που πάσχιζαν να το κάνουν πανίσχυρο, αυτό το «αχάριστο» σύστημα δεν θα διαστάσει να «κουρέψει» έναν ολόκληρο λαό, ο οποίος δεν του προσφέρει τίποτα εκτός από το να καταναλώνει τα προϊόντα που του πλασάρονται και δεν παράγει τίποτα το πρωτογενές, εκτός από τουρισμό (που μάλιστα τον ακριβοπουλάει) και γεωργικά προϊόντα (που τα εγκατέλειψε με τις πρώτες επιχορηγήσεις της ΕΕ για να μετατρέψει τις επιχορηγήσεις σε βίλες, πισίνες, κότερα, τζιπ, δεύτερα και τρίτα σπίτια σε νησιά και βουνά και πάει λέγοντας).

Η ταινία εστιάζει στην καθημερινότητα τριών ανδρών, που προσπαθούν να επιβιώσουν μιας σειράς αλλαγών που επέρχονται σε μια πολυεθνική κατασκευαστική εταιρεία – και στο πώς αυτό επηρεάζει τόσο τους ίδιους, όσο και τις οικογένειες τους. Και οι τρεις απολύονται, χωρίς έλεος, μπροστά στις νέες συνθήκες της αγοράς (πτώση εργασιών, συγχωνεύσεις, ανταγωνισμός) και αντιμετωπίζουν ο καθένας με το δικό του τρόπο τη νέα του κατάσταση, με τον πρωταγωνιστή να επιμένει στην αλαζονική και μη συμβιβαστική του διάθεση και στο τέλος να υποχωρεί και να αποδέχεται τη θέση που του προτείνει ο αδερφός του να δουλέψει πηλοφόρι ή ξυλουργός στην οικοδομή μαζί του.

Η ταινία δείχνει ένα μάλλον ελπιδοφόρο και αισιόδοξο τέλος, το οποίο υπακούει στον κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να δουλεύουμε και να αγωνιζόμαστε για να αναγεννηθεί ένας νέος κόσμος δικαιότερος και πιο ανθρώπινος και συμπονετικός και αφήνει ένα επίκαιρο για την Ελλάδα δίδαγμα: πως όταν ξεπεράσουμε τον πανικό του «τι κάνουμε τώρα;» μας μένει η λύση του «πήραμε το μάθημά μας και αλλάζουμε» και όπως δηλώνει ένας από τους πρωταγωνιστές στην ταινία: «Αυτό σημαίνει ότι ανησυχούμε λιγότερο για το τι αυτοκίνητο έχουμε στο γκαράζ και περισσότερο για το πόσο χρόνο περνάμε με τις οικογένειές μας και τους ανθρώπους, που πρόκειται να μας στηρίξουν στις δύσκολες στιγμές».

Η ταινία είναι έξοχη και διαθέτει στη διανομή των ρόλων τους: Κέβιν Κόστνερ, Μπεν Άφλεκ, Τόμι Λι Τζόουνς, Μαρία Μπέλο, Κρις Κούπερ και Κρεγκ Τ. Νέλσον. Τη σκηνοθετεί με πολύ μαεστρία ο Τζον Γουέλς, που έχει γράψει και το πολυεπίπεδο σενάριο.

(Στη φωτογραφία, πρώην μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων σε ηλικίες που κανείς δεν φαντάζονταν, να ψάχνουν για νέες δουλειές, με τον Κρις Κούπερ σε πρώτο πλάνο)

16/6/11

Ο Σεπουλβέδα για την κρίση

«Αν έγραφα ένα μυθιστόρημα για την κρίση, θα άρχιζε κάπως έτσι: “Ξημέρωσε μια υπέροχη μέρα, τα πτώματα χιλιάδων τραπεζιτών και χιλιάδων υπουργών κρέμονταν από τα φανάρια της Πλάθα Μαγιόρ”»
Αυτή ήταν μια δήλωση για την κρίση, του διάσημου χιλιανού συγγραφέα Λούις Σεπουλβέδα σε συνέντευξή του προς το ΒΗΜagazino (12/6/11), στην οποία συνέντευξη είπε και το άλλο: «Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι απαραίτητο να διαβάζουμε, να διαβάζουμε και να διαβάζουμε. Η ανάγνωση σώζει από την κατάθλιψη».
Έχω διαβάσει το βιβλίο του "Η ιστορία ενός γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει» 

9/6/11

Συνοικία το όνειρο

Η «Συνοικία το όνειρο» είναι μια ταινία που έχει αφήσει ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και αυτό γιατί είναι μια από τις λίγες ελληνικές, που γυρίστηκαν στο ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού.
Πρόκειται για μία έντονα πολιτικά και κοινωνικά φορτισμένη και άψογη ηθογραφία των φτωχότερων περιοχών της Αθήνας, επεισοδιακή στην πρώτη προβολή της και χτυπημένη βαριά από τη λογοκρισία της εποχής.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, πίσω από την κάμερα του σκηνοθέτη, αναλαμβάνει να δείξει μια Αθήνα πολύ μακριά από την «επίσημη», ωραιοποιημένη και «τουριστική» εικόνα της. Δημιούργησε μια ταινία, που φαινόταν -το λιγότερο- αριστερή, και εξαγρίωσε τους λογοκριτές, οι οποίοι την είδαν ως «κομμουνιστική προπαγάνδα», ενώ θεωρούσαν και απαράδεκτο να αφήνεται να βγαίνει προς τα έξω μια αληθινή, ωμή, ρεαλιστική και πικρή εικόνα της Ελλάδας, σε μια εποχή που άλλες ταινίες παρουσίαζαν ένα λαό ανέμελο και χαρούμενο. Η εικόνα του Αλεξανδράκη όμως ήταν πέρα για πέρα υπαρκτή…
Οι χαρακτήρες στην ταινία είναι αντι-ήρωες, υποφέρουν, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, είναι πάμπτωχοι,

24/5/11

Αγανακτήστε!

«Για εκείνους και εκείνες που θα φτιάξουν τον 21ο αιώνα, λέμε με στοργή: Δημιουργία σημαίνει αντίσταση. Αντίσταση σημαίνει δημιουργία». Με αυτή την προτροπή κλείνει μια ολιγοσέλιδη μπροσούρα ενός 93χρονου πρώην διπλωμάτη που στήνει στον τοίχο το χρήμα, τις αγορές και τον εγωισμό. Το όνομα αυτού: Στεφάν Εσσέλ και υπήρξε αντιστασιακός και ένας ακούραστος αγωνιστής, που γλίτωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ και του Ντόρα-Μίττελμπαου, συντελεστής της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1948, πρέσβης της Γαλλίας και ανακηρύχθηκε αξιωματούχος της Λεγεώνας της Τιμής!
Γράφει στον πρόλογο του μικρού κειμένου του: «Ενενήντα τριών ετών. Το τέλος δεν είναι μακριά. Αλλά τι τύχη να μπορώ να υπενθυμίσω σε όλους μας αυτό που αποτέλεσε τη βάση της πολιτικής μου δράσης: το πρόγραμμα που εκπόνησε πριν από 67 χρόνια το Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης!»
Για τον Στεφάν Εσσέλ, το «βασικό κίνητρο της Αντίστασης ήταν η αγανάκτηση».
Σίγουρα οι αιτίες που προκαλούν αγανάκτηση στον περίπλοκο σημερινό κόσμο φαίνονται λιγότερο σαφείς απ΄ ό,τι τον καιρό του ναζισμού. Αλλά, «όποιος ψάχνει βρίσκει»:
Η όλο και μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ πλουσίων και φτωχών, η περιβαλλοντική κρίση του πλανήτη, η κακομεταχείριση των λαθρομεταναστών αλλά και των νόμιμων μεταναστών και των τσιγγάνων...
Η κούρσα του «όλο και περισσότερο», ο ανταγωνισμός, η δικτατορία των χρηματαγορών, η επίθεση στα δικαιώματα που εξασφάλισε η Αντίσταση - συντάξεις, κοινωνική ασφάλιση... Όμως, για να είμαστε αποτελεσματικοί, πρέπει, όπως παλιά, να δικτυωθούμε και να δράσουμε συλλογικά.
Τι μας λέει, λοιπόν, ο Στεφάν Έσσελ;
Μας καλεί σε μια «ειρηνική εξέγερση και για μια αντίσταση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που παρουσιάζουν ως μοναδική προοπτική για τη νεολαία τη μαζική κατανάλωση, την περιφρόνηση για τους αδύναμους, την αδιαφορία για τον πολιτισμό, τη γενικευμένη αμνησία και τον ξέφρενο ανταγωνισμό όλων εναντίον όλων»
Το βιβλιαράκι του, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ σε μετάφραση: Σώτης Τριανταφύλλου

15/5/11

Τα παιδιά ενός άλλου θεού

Επιστρέφοντας από ένα γάμο σε γειτονική πόλη, ένας Κούρδος δημοσιογράφος, η σύζυγός του και τα τρία τους παιδιά – η Γκουλιστάν, ο Φιράτ και ο νεογέννητος αδερφός τους – πέφτουν σε ενέδρα τριών ενόπλων ανδρών, οι οποίοι εκτελούν εν ψυχρώ τους γονείς μπροστά στα έντρομα μάτια των παιδιών. Η θεία τους, μια ακτιβίστρια με έντονη δράση, αναλαμβάνει την κηδεμονία τους. Καθώς όμως ετοιμάζεται να τα πάρει μαζί της στη Σουηδία, όπου ζει ο παππούς τους, πέφτει θύμα απαγωγής από παραστρατιωτικούς, με αποτέλεσμα τα τρία αδέρφια να μείνουν ολομόναχα. Κι ενώ πλέον η καθημερινή διαβίωσή τους φαντάζει ολοένα και πιο δύσκολη, μια άστεγη νεαρά «μπασμένη» στα κόλπα και μία πόρνη με «χρυσή καρδιά», θα τους απλώσουν χέρι βοήθειας, παρέχοντάς τους τα εφόδια για να επιβιώσουν σε μια πόλη που βιώνει τη σκληρότητα της δεκαετίας του ’90 στην Τουρκία, όπου οι κουρδικές επαρχίες τέθηκαν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και τέθηκαν υπό στρατιωτική κατοχή, αν και στην ταινία δεν προσδιορίζεται επακριβώς ο χρόνος, για εκείνη την περίοδο, η Διεθνής Αμνηστία δηλώνει ότι περισσότεροι από 18.000 πολιτικά ενεργοί Κούρδοι και Τούρκοι πολίτες σκοτώθηκαν ή εξαφανίστηκαν.

«Τα Παιδιά Ενός Άλλου Θεού» είναι μια προσπάθεια να πέσει λίγο φως σε αυτό το σκοτεινό παρελθόν. Όπως λέει ο σκηνοθέτης, η υπόθεση βασίζεται σε κάποιες πραγματικές καταστάσεις, που έχουν συμβεί στο Ντιγιαρμπακίρ. «Υπάρχουν αμέτρητες περιπτώσεις, όπου δημοσιογράφοι ή πολιτικοί ακτιβιστές έχουν πυροβοληθεί από εγκληματικές ομάδες και τα παιδιά τους έχουν μείνει ορφανά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις κατέληξαν στους δρόμους. Η ταινία σου δείχνει όμως μόνο ένα κομμάτι τού τι μπορείς να δεις αν κάνεις μια συνηθισμένη βόλτα στην πόλη αυτή. Η πραγματική ζωή είναι πιο σκληρή εκεί και τα παιδιά είναι πιο άγρια και χυδαία. Ο πόλεμος έχει στερήσει από τους ανθρώπους το μέλλον τους. Είναι κολλημένοι σε ένα χαοτικό τέλμα με ελάχιστες ευκαιρίες προόδου. Η πορνεία και ο εθισμός στα ναρκωτικά είναι ευρέως διαδεδομένα, ακόμη και ανάμεσα στα παιδιά. Πολλοί γονείς είναι ψυχολογικά κατεστραμμένοι σε τέτοιο σημείο, που συχνά ωθούνται να νοιάζονται πρωταρχικά για τους ίδιους τους εαυτούς τους. Οι πολιτικά συνειδητοποιημένοι γονείς παλεύουν για να κρατήσουν τα παιδιά τους μακριά από τους δρόμους», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μιράζ Μπεζάρ.

Η ταινία έχει γυριστεί εξ ολοκλήρου σε τοποθεσίες του Ντιγιαρμπακίρ, όπου και διαδραματίζεται η ιστορία. Είναι η μεγαλύτερη πόλη του τουρκικού Κουρδιστάν, μια πόλη που αναπτύχθηκε σε τοπική μητρόπολη μέσω της σταθερής συρροής εγχώριων προσφύγων από τις γύρω αγροτικές περιοχές. Κατά τη διάρκεια του πολέμου της δεκαετίας του '90, ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε από 300.000 σε 1,5 εκατομμύριο κατοίκους. Αυτή η πόλη είναι γνωστή για την πλούσια κουλτούρα της και τις λαϊκές παραδόσεις της, έχει υπάρξει όμως και το επίκεντρο της παραστρατιωτικής αντιτρομοκρατικής δράσης, με αποκορύφωμα τις χιλιάδες περιπτώσεις απαγωγών και θανάτων Κούρδων ακτιβιστών.

Ο σκηνοθέτης Μιράζ Μπεζάρ, ο οποίος έχει αποσπάσει στο παρελθόν ποικίλες διακρίσεις για τις μικρού μήκους δουλειές του, πραγματοποιεί το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο του με μια ταινία που θυμίζει ιταλικό νεορεαλισμό και έχει ένα μεγάλο ατού. Τις θαυμάσιες ερμηνείες από τους ερασιτέχνες, ανήλικους πρωταγωνιστές του. Ιδιαίτερα δε από τη 10χρονη Σενάι Οράκ με τα μεγάλα, εκφραστικότατα καστανά μάτια και τις «κραυγαλέες» σιωπές της, η οποία στηρίζει ουσιαστικά όλη την ταινία. Αποφεύγοντας τους περιττούς μελοδραματισμούς, κρατώντας ιδιαίτερα χαμηλούς τους τόνους και προσθέτοντας κάποιες ελάχιστες πινελιές χιούμορ, όπου έκρινε σκόπιμο, ο κουρδικής καταγωγής 38χρονος δημιουργός κερδίζει σε επίπεδο ρεαλισμού, πετυχαίνοντας έτσι να επικεντρώσει την προσοχή των θεατών, στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία του, ούτως ώστε οι όποιες τεχνικές ατέλειες να περνούν σε δεύτερη μοίρα.

«Τα παιδιά ενός άλλου θεού», δεν είναι μόνον μια καταγγελτική, αποκαλυπτική ταινία, μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, αλλά και ένα ψυχογράφημα στην εξέλιξη του παιδικού ψυχισμού. Στη διαμόρφωση του παιδικού χαρακτήρα, που σημαδεύει την υπόλοιπη ζωή του ατόμου, κάτω από σκληρές συνθήκες. Τέλος, αναδεικνύει και τις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις της γειτονικής μας χώρας, παρ’ όλο που δεν προσδιορίζει ακριβώς το χρόνο των όσων διαδραματίζονται. Από τη μία, βλέπουμε κακόφημες γειτονιές που μαραζώνουν μέσα στην ανέχεια και από την άλλη προνομιούχες αστικές συνοικίες, οι κάτοικοι των οποίων ζουν άνετα, αδιαφορώντας πλήρως για τους καταπιεσμένους Κούρδους συμπολίτες τους.

Σκηνοθεσία: Μιράζ Μπεζάρ
Παίζουν: Σενάι Οράκ, Μοχάμεντ Αλ, Χακάν Καρσάκ, Σουζάν Ιλίρ, Μπεριβάν Αγιάζ
(Διανομή Odeon)

Βέγγος ο αξέχαστος

Ήμουν έφηβος, όταν είδα τον Βέγγο από κοντά για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1964. Είχε έρθει στο σπίτι μας επί της οδού Κοιμήσεως Θεοτόκου 18 στο Μαρούσι, μαζί με τον Αλέκο Σακελλάριο επικεφαλής ενός κινηματογραφικού συνεργείου και τους ηθοποιούς Νίκη Λινάρδου, Λάμπρο Κωνσταντάρα και Γιώργο Μούτσιο, προκειμένου να γυρίσουν τα «εξωτερικά» της ταινίας «Θα σε κάνω βασίλισσα». Μιας ταινίας που βασιζόταν σε θεατρικό έργο «δωματίου» και τα ελάχιστα «εξωτερικά» της απαιτούσαν ένα δρόμο (από διάφορες γωνίες για να τον δείξουν σε πολλές διαφορετικές σκηνές) και ένα πλάνο από μπαλκόνι και αυλή με πολλά δέντρα, ώστε να φαίνεται η εξοχική τοποθεσία του σπιτιού του Βέγγου και της Λινάρδου. Το σπίτι μας είχε κριθεί κατάλληλο, επειδή διέθετε ταράτσα και μεγάλη αυλή με δύο τεράστια δέντρα και άλλο ένα στο πεζοδρόμιο.
Θυμάμαι το σκηνοθέτη, που ζήτησε από τη μητέρα μου να πάρουν λίγο ρεύμα από τις πρίζες μας (για την κάμερα και τους προβολείς), καθώς και ένα δωμάτιο του σπιτιού, για «να αλλάξει ο κύριος Κωνσταντάρας και η κυρία Λινάρδου».
Θυμάμαι επίσης, τον Βέγγο, που σεμνά αρνιόταν τα κεράσματα της μητέρας μου (η οποία ως θαυμάστρια του Κωσταντάρα, αλλά και του σινεμά γενικότερα, μαγείρεψε για όλο το συνεργείο, που έμεινε μέχρι αργά το απόγευμα) και της έλεγε «καλή μου κυρία, μη ξοδεύεσαι, θα τα βολέψουμε».
Θυμάμαι επίσης, τον Θανάση που πήγε στο μπακάλικο των αδελφών Λούη (γωνία Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αναβρύτων) για να αγοράσει μια λεμονάδα ΗΒΗ Αμαρουσίου να ξεδιψάσει (όπως καταλάβατε τον ακολουθούσα συνέχεια) και όταν του απάντησε ο κυρ-Γιώργης ο Λούης «είναι κέρασμα», μόνον που δεν έκλαψε από συγκίνηση. «Όλοι κερνάνε σ’ αυτή τη γειτονιά;», γύρισε και μου είπε.
Θυμάμαι τέλος, ότι σε κάποιες φάσεις του γυρίσματος, δεν έκανε ακριβώς αυτά που του υποδείκνυε ο σκηνοθέτης («γιατί δε μου έρχεται βρε αδερφέ») και θυμάμαι ότι ο σκηνοθέτης δεν του τα έκοβε.
Ήταν πηγαίος, αυθόρμητος και ευρηματικός, κάτι που θεωρώ ότι λείπει σήμερα από τους περισσότερους κωμικούς. Ήταν αυτοδίδακτος ηθοποιός, υπόδειγμα ανθρωπιάς, ήθους και σεμνότητας και τολμώ να πω ότι ανήκε στην κατηγορία των ηθοποιών Τσάρλι Τσάπλιν και Μπάστερ Κίτον, που συνδύαζαν το κωμικό με την τραγικότητα. Ήταν «ένας άνθρωπος παντός καιρού», όπως τον αναφέρει και ο τίτλος ενός εξαιρετικού βιβλίου που γράφτηκε γι’ αυτόν από τον Γιάννη Σολδάτο πριν από λίγα χρόνια.
(Η φωτογραφία είναι από την ταινία "Θα σε κάνω βασίλισσα" και δείχνει τον Βέγγο καθισμένο στο πεζοδρόμιο απέναντι από το σπίτι μας, απογοητευμένο που εξ αιτίας ενός ψέματος που έχει πει, έχει δει τη γυναίκα του να φεύγει με το θείο της και έναν υποψήφιο γαμπρό από την Αμερική. Το ψέμα ήταν πως είναι χήρα, προκειμένου ο θείος να στέλνει δολάρια για να ζήσουν).

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αμαρυσία στις 14/5/2011 και η φωτογραφία πάρθηκε από το http://amaroussion.blogspot.com)

14/5/11

Ο Σπύρος Λούης στον κινηματογράφο

Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες, γνωστοί ως Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες 1896, διοργανώθηκαν στην Αθήνα από τις 6 Απριλίου έως τις 15 Απριλίου1896. Σύμφωνα με την ιστορία, το 1894 σε συνέδριο που οργάνωσε ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν στο Παρίσι, ιδρύθηκε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή και αποφασίστηκε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Έπειτα από πρόταση του Έλληνα εκπροσώπου Δημητρίου Βικέλα, ως τόπος διεξαγωγής των ορίστηκε η Αθήνα. Αν και ο αριθμός των αθλητών που πήραν μέρος ήταν μικρός, παρόλα αυτά η συμμετοχή ήταν η μεγαλύτερη μέχρι τότε σε αθλητική διοργάνωση. Οι Αγώνες είχαν μεγάλη επιτυχία και υπήρξε μεγάλη συμμετοχή του ελληνικού κοινού, ενώ η σημαντικότερη στιγμή για τους Έλληνες, ήταν η νίκη στο Μαραθώνιο Δρόμο (στις 10 Απριλίου) από τον αξέχαστο Μαρουσιώτη Σπύρο Λούη.
Απ’ όσα τυχαίνει να γνωρίζουμε, ο κινηματογράφος (ελληνικός και ξένος) δεν ασχολήθηκε ποτέ αποκλειστικά με τον Σπύρο Λούη, εκτός βέβαια από ένα ντοκιμαντέρ του Γιάννη Σμαραγδή (παραγωγής 2004 του Δήμου Αμαρουσίου, με πρωτοβουλία του τότε δημάρχου Παναγιώτη Τζανίκου), η οποία γυρίστηκε με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στο πλαίσιο του προγράμματος Ειρήνης και Πολιτισμού 2004 του Δήμου Αμαρουσίου.

«Σπύρος Λούης» του Γιάννη Σμαραγδή

Η ταινία αυτή, πήρε το πρώτο βραβείο του Διεθνούς Φεστιβάλ Sports Movies, που πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο (από 29 Οκτωβρίου έως 3 Νοεμβρίου 2004), και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, ενώ είχε σταλεί για να συμμετάσχει -ως ντοκιμαντέρ- στη κατηγορία «Ολυμπιακό Πνεύμα», οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ τη μετακίνησαν «τιμητικά» (και πρέπει να επισημανθεί αυτό) στις ταινίες, όπου και απέσπασε το πρώτο βραβείο «Guirlande d' Honneur 2004». Σημαντικό είναι επίσης, και το ότι επελέγη μεταξύ 100 ταινιών από 90 χώρες όλου του κόσμου.
Το ντοκιμαντέρ αυτό του Γιάννη Σμαραγδή, καταγράφει τον «λαϊκό άνθρωπο από το Μαρούσι, που έδειξε το πλήρες νόημα και την ουσία του ευ αγωνίζεσθαι των αρχαίων προγόνων μας και έγινε αθάνατος, μαθαίνοντας και πάλι στην Ελλάδα να ονειρεύεται», όπως είχε δηλώσει ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ συμπληρώνοντας: «Προσπάθησα να καταδείξω σε αυτό το ντοκιμαντέρ, πως με αυτήν την προσφορά ο Σπύρος Λούης θα είναι πάντα πλημμυρισμένος φως, στεφανωμένος και αθάνατος, για να μεταφέρει στους αιώνες το μήνυμα των αρχαίων προγόνων μας: Οι νίκες δεν είναι προσωπικές. Είναι της Ελλάδας, της ανθρωπότητας».
Το σενάριο (σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Πασχίδη) είναι του σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή, η διεύθυνση φωτογραφίας του Νίκου Σμαραγδή, η σκηνογραφία του Δαμιανού Ζαρίφη και η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου, ενώ η εκτέλεση παραγωγής ανήκει στην «Αλέξανδρος Φιλμ», σε χρηματοδότηση του Δήμου Αμαρουσίου.
Το ρόλο του Σπύρου Λούη ερμηνεύει ο Αλμπέρτο Φάις, της συζύγου του Ελένης, η Εβίτα Ζυμάλη, τον Αυστραλό δρομέα Φλάκ ο Κώστας Δελακούρας και τον ταγματάρχη ο Αντώνης Αντωνίου.
Η εξαιρετική αφήγηση έγινε από τον Κώστα Κλεφτόγιαννη, ενώ στην Αγγλική βερσιόν από τον Γρηγόρη Πατρικαρέα.
Πρέπει δε να τονισθεί, ότι είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της τοπικής αυτοδιοίκησης, που μια ταινία χρηματοδοτούμενη από ένα δήμο, στη συγκεκριμένη περίπτωση από τον Δήμο Αμαρουσίου, κατακτά παγκόσμια διάκριση και μάλιστα πρώτο βραβείο.
Υπάρχει, όμως και άλλη μια ταινία, στην οποία ο Σπύρος Λούης, εμφανίζεται ως δευτεραγωνιστής στην εξέλιξη της ιστορίας. Ταινία μεγάλου μήκους, η οποία δεν είναι Ελληνική, έχει γυριστεί στην Ελλάδα όμως, με ξένους και Έλληνες ηθοποιούς και ξεχάστηκε γρήγορα. Τι συνέβη ακριβώς, θα το δούμε στη συνέχεια…

Όταν το Χόλιγουντ ανακάλυψε τον… Σπυρίδωνα Λούη

Τις δεκαετίες ’50 και ’60 η Ελλάδα είναι πρώτη επιλογή για τους τουρίστες όλου του κόσμου. Η χώρα μας, δεν έχει ακόμα επηρεασθεί από το «δυτικό» πολιτισμό και όλοι οι ξένοι την προτιμούν για την παρθενικότητα του τοπίου και την απλότητα και τον αυθορμητισμό των κατοίκων της.
Μεταξύ αυτών που συχνάζουν στα Ελληνικά νησιά και την ύπαιθρο χώρα είναι και οι καλλιτέχνες του Χόλιγουντ. Ο Τάιρον Πάουερ, ο Ζαν Κοκτό, η Ρίτα Χέιγουορθ, ο Γκάρι Κούπερ και η Λιζ Τέιλορ είναι από τους πρώτους αστέρες που επισκέπτονται τη χώρα μας και οι πρώτοι και καλύτεροι διαφημιστές της, προς το τέλος της δεκαετίας του ’50.
Την ίδια εποχή, το Χόλιγουντ έχοντας εξαντλήσει τη μυθοπλαστική του ικανότητα, στρέφεται προς την Ευρώπη και επειδή έχουν προηγηθεί οι τουριστικές επισκέψεις, διαπιστώνει ότι το Ελληνικό τοπίο διακρίνεται για την ποικιλία των μορφών του, την καθαρότητα και τη φωτεινότητά του και έρχεται με προτάσεις για γυρίσματα ταινιών.
Ο υπουργός… Βιομηχανίας της περιόδου εκείνης, αντιλαμβάνεται ότι εάν ενθαρρύνει τις ξένες παραγωγές, η χώρα μας θα βγει πολλαπλώς κερδισμένη και δίνει άδειες. Έτσι, ταινίες όπως «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» (1956), «Το Παιδί Και Το Δελφίνι» (1957), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Ο Λέων Της Σπάρτης» (1962) και «Αλέξης Ζορμπάς» (1964) γίνονται οι καλύτεροι διαφημιστές μας και συμβάλλουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην αύξηση του τουριστικού ρεύματος.
Μεταξύ αυτών το 1960, γυρίστηκε και στην Αθήνα μια Αμερικανική αισθηματική κωμωδία με υπόθεση που διαδραματίζεται κατά την περίοδο των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, στην οποία ένα από τα πρόσωπα είναι και ο… Σπυρίδων Λούης!

«Συνέβη Στην Αθήνα» του Άντριου Μάρτον

Σύμφωνα με την υπόθεση της ταινίας που είχε τίτλο «Συνέβη Στην Αθήνα» (It happened in Athens), ο «νεαρός βοσκός Σπυρίδων Λούης», αποφασίζει να συμμετάσχει στο άθλημα του Μαραθωνίου Δρόμου. Μόλις φτάνει στην Αθήνα, συναντά την Χριστίνα Γκράτσου, μια νέα κοπέλα από το χωριό του το Μαρούσι, η οποία είναι προσωπική υπηρέτρια της Ελένης Κώστα, της πιο γοητευτικής Ελληνίδας ηθοποιού. Η Ελένη Κώστα, αγαπά έναν ανθυπολοχαγό, τον Μινάρδο, που συμμετέχει κι αυτός στον αγώνα και επειδή είναι σίγουρη ότι θα κερδίσει τον Μαραθώνιο, ανακοινώνει στον Τύπο ότι θα παντρευτεί τον νικητή του αγώνα. Όμως νικητής θα είναι ο… Σπυρίδων Λούης, ο οποίος έχει ερωτευτεί την υπηρέτριά της, Χριστίνα, και της έχει υποσχεθεί γάμο…
Η κωμωδία (που προβλήθηκε το 1962 και δεν πήγε καλά εισπρακτικά), ήταν μια παραγωγή της 20th Century Fox (της οποίας πρόεδρος από το 1942 ήταν ο δικός μας Σπύρος Σκούρας). Σκηνοθέτης ήταν ο Άντριου Μάρτον. Τους βασικούς ρόλους είχαν η πληθωρική ξανθιά Τζέιν Μάνσφιλντ (ως Ελένη Κώστα στη φωτογραφία), ο Τραξ Κόλτον (ως Σπύρος Λούης), ο Νίκος Μινάρδος (ως ανθυπολοχαγός Αλέξης Μινάρδος στη φωτογραφία), η Ξένια Καλογεροπούλου (ως Χριστίνα Γκράτσου), η Λίλι Βαλέντι (μητέρα του Λούη) και ο Τίτος Βανδής (πατέρας του Λούη), ενώ η μουσική που ακούγεται μέχρι σήμερα είναι του Μάνου Χατζιδάκι.
Ως ανέκδοτο αναφέρεται, πως ένα από τα μεγάλα λάθη της ταινίας, ήταν ότι «οι κομπάρσοι στο Παναθηναϊκό Στάδιο φορούσαν ρούχα εποχής 1960 και όχι του 1896». Πράγματι, όσοι είχαν πάει στο Στάδιο εκείνη την Κυριακή του καλοκαιριού του 1960 για το γύρισμα, φορούσαν τα κανονικά τους ρούχα, διότι δεν ήσαν κομπάρσοι, αλλά αθηναίοι που είχαν πάει να ακούσουν -και να δουν- τα «Χαρούμενα Ταλέντα» του Γιώργου Οικονομίδη, μια πολύ δημοφιλή ραδιοφωνική εκπομπή της εποχής, που είχε διαφημιστεί ότι θα μεταδοθεί ζωντανά από το Στάδιο. Κατά την είσοδό τους δε, τους έδιναν μόνον ένα καπέλο εποχής του 1896 στους άντρες, καθώς και ένα ομπρελίνο στις γυναίκες, με εντολή να τα πετάξουν στον αέρα κατά την είσοδο του δρομέα-ηθοποιού Λούη στο Στάδιο, όπως και έγινε για να αποδοθεί η ατμόσφαιρα της νίκης.

(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 7/5/2011 και όλες οι φωτογραφίες είναι από το Google - Εικόνες)

1/5/11

Μαύρη Αφροδίτη

Πρόκειται για μια εξαιρετική ταινία βασισμένη σε γεγονότα. Μεγάλης διάρκειας μεν, αλλά με εξαιρετικό ενδιαφέρον και μια εκπληκτική ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια, της οποίας η εκφραστικότητα βγάζει προς τα έξω όλη την τραγικότητα της κατάστασής της. Το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται, την εξάρτησή της από το σκληρό αφεντικό, το πόσο αναποφάσιστη είναι για το Αύριο. Όπως είπε και ο σκηνοθέτης: «Η ηρωίδα της ταινίας, Σάαρτζι, είναι ένας μυστηριώδης χαρακτήρας, που μου τράβηξε την προσοχή από την πρώτη στιγμή. Στο τέλος της ημέρας, ποτέ δε μαθαίνουμε ποιες είναι πραγματικά οι προθέσεις της»

Το 1810 ένα γυναικείο μέλος της αφρικανικής φυλής Κόι, με ιδιαίτερα ευτραφή σωματότυπο, έπεσε θύμα εκμετάλλευσης και παρασύρθηκε από έναν τυχοδιώκτη στο Λονδίνο για να εκτεθεί σε κοινή θέα ως κάτι το σεξουαλικά αξιοπερίεργο. Η περιπλάνησή της κατέληξε στο Παρίσι, όπου απεβίωσε το 1816.
Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Γαλλίας διατήρησε το σώμα της, που το απολάμβανε το γαλλικό κοινό σε κοινή θέα, μέχρι το 1974 στο Μουσείο του Ανθρώπου του Παρισιού, όπου το σώμα της κατέληξε να χρησιμοποιείται σαν αντικείμενο επιστημονικής «έρευνας».
Όταν ο Νέλσον Μαντέλα έγινε Πρόεδρος της Νότιας Αφρικής το 1994, ζήτησε να επιστραφούν αμέσως τα υπολείμματα της «Μαύρης Αφροδίτης», όπως την είχαν ονομάσει.
Μετά από μακροχρόνιες νομικές διατυπώσεις, η Γαλλία δέχτηκε το αίτημα στις 6 Μαρτίου του 2002, οπότε όργανα και εκμαγείο της Μαύρης Αφροδίτης επεστράφησαν στην πατρίδα της με τιμές και αποκαταστάθηκε η φήμη της..
Η αληθινή αυτή ιστορία, η οποία για τους περισσοτέρους είναι σκοτεινή και άγνωστη, γυρίστηκε ταινία από τον Αμπντελατίφ Κεσίς ο οποίος θεώρησε καθήκον του, να μην αφήσει την ιστορία και την τύχη της να ξεχαστεί, αλλά και να μιλήσει για τη μοίρα της γυναίκας ως σεξουαλικό αντικείμενο, με αμεσότητα, σκληρότητα αλλά και ευαισθησία.

Η υπόθεση της ταινίας έχει ως εξής: Παρίσι , 1817. Βασιλική Ακαδημία Ιατρικής. «Δεν έχω δει ποτέ ανθρώπινο κρανίο που να μοιάζει τόσο πολύ με το κρανίο ενός πιθήκου», λέει ο ανατόμος Ζωρζ Κουβιέ βλέποντας το γύψινο καλούπι του σώματος της Σάαρτζι Μπάρτμαν. Οι συνάδελφοι του χειροκροτούν. Την Σάαρτζι έφερε με τη βία από την πατρίδα της, τη Νότια Αφρική, το «αφεντικό» της ο Σεζάρ, ο οποίος την επιδείκνυε ως πρωτοφανές δημόσιο θέαμα εξαιτίας των υπερμεγεθών και ιδιαίτερων σωματικών αναλογιών της, στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Όταν ζητήθηκε από τη Σάαρτζι να γίνει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας στη Βασιλική Ακαδημία Ιατρικής στο Παρίσι, εκείνη δε δέχθηκε με αποτέλεσμα ο Σεζάρ να την πουλήσει σε έναν παρουσιαστή άγριων θηρίων, ο οποίος άρχισε να την περιφέρει σε ερωτικές συγκεντρώσεις αριστοκρατών, μέχρι να καταλήξει τελικά σε πορνείο. Αυτή η «Hottentot Αφροδίτη» που ταπεινώθηκε, εξευτελίστηκε και έγινε αντικείμενο ακραίας εκμετάλλευσης, έγινε σύμβολο για τους καταπιεσμένους και τους φτωχούς και βρήκε λύτρωση πολλά χρόνια μετά το θάνατό της.

Σκηνοθεσία: Αμπντελατίφ Κεσίς
Παίζουν: Γιαχίμα Τόρες, Ολιβιέ Γκουρμέ, Αντρέ Ζακόμπς, Φρανσουά Μαρτουρέ