007 και Παγκοσμιοποίηση

Μια τεκμηρίωση, για το πως ο Τζέιμς Μποντ καθιέρωσε τον όρο Παγκοσμιοποίηση (δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το καλοκαίρι του 2012 στην εφημερίδα Αμαρυσία)

Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται στις 5 Οκτωβρίου 2012, από την πρώτη εμφάνιση του Τζέιμς Μποντ στον κινηματογράφο («Δρ. Νο» 1962) και πενήντα εννέα χρόνια από το πρώτο βιβλίο του Ίαν Φλέμινγκ (Καζίνο Ρουαγιάλ – 1953), αλλά αυτό που έχει σημασία είναι η κινηματογραφική του εμφάνιση που τον έκανε γνωστό και διάσημο στη συνέχεια.
Τα αφιερώματα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο με αφορμή τα 50 χρόνια είναι ένα γεγονός, που αποδεικνύει ότι το «φαινόμενο Μποντ» απασχολεί για άλλη μια φορά, πολύ κόσμο. Ακόμα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, ο Τζέιμς Μποντ εμφανίζεται να συνοδεύει τη Βασίλισσα μέχρι το Στάδιο για την έναρξη των Αγώνων.
Πρόκειται για τον μοναδικό ήρωα, από καταβολής κινηματογράφου, που κατάφερε να παραμείνει στην επιφάνεια μισό αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου γυρίστηκαν 24 κινηματογραφικές ταινίες, εκ των οποίων οι δύο «εκτός σειράς» («Καζίνο Ρουαγιάλ» και «Ποτέ μη λες ποτέ»), καθώς και μια τηλεοπτική (Καζίνο Ρουαγιάλ) το 1953, όταν γράφτηκε το πρώτο βιβλίο από τον Φλέμινγκ. 
* * *
Με το «φαινόμενο Μποντ» απασχολήθηκαν πολλοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, καθηγητές πανεπιστημίων και άλλοι, αφιερώνοντας χρόνο για να το αναλύσουν από κάθε άποψη. Υπάρχουν μελέτες ψυχαναλυτών για τον χαρακτήρα του και τη στάση του απέναντι στο άλλο φύλο, μελέτες στρατιωτικών για τον τρόπο που χειρίζεται τα όπλα και τις προτιμήσεις του πάνω σ΄ αυτά, μελέτες σημειολόγων πάνω στον τρόπο γραφής του πνευματικού του πατέρα και κριτικές κινηματογράφου. Επίσης, στον περιοδικό αλλά και στον ημερήσιο τύπο, υπάρχουν ολόκληρα αφιερώματα, για το στυλ των γυναικών που τον περιστοιχίζουν, για τον τρόπο που ντύνεται, που συμπεριφέρεται γενικά, για τα φαγητά που προτιμάει και για τα ποτά που πίνει, για τα τσιγάρα που καπνίζει. 
Μετά από τόσα χρόνια και τόσα αφιερώματα, ήλθε η στιγμή να του γίνει ένα αφιέρωμα, που θα τον βλέπει από άλλη οπτική γωνία και θα αναλύει γιατί αυτός ο μυθιστορηματικός ήρωας είναι αυτός ο οποίος δημιούργησε την «παγκοσμιοποίηση», όπως την ξέρουμε σήμερα.
Ένα αφιέρωμα, το οποίο δεν θα υποστηρίζει ότι ο Μποντ είναι «δημιούργημα της καπιταλιστικής Δύσης ενάντια στον υπαρκτό σοσιαλισμό», αλλά ότι είναι ο χαρακτήρας, που έστρωσε το δρόμο της Δύσης προς την παγκοσμιοποίηση, ή μάλλον χρησιμοποιήθηκε για αυτό ακριβώς το λόγο. Αυτό μάλιστα, έγινε από τις πρώτες κιόλας ταινίες, που εμφανίστηκαν από το 1963, θέτοντας έτσι τις βάσεις της παγκοσμιοποίησης σε μια εποχή, που ο όρος δεν είχε ακόμα «εφευρεθεί», αν και η Δύση είχε αρχίσει να «λειτουργεί» έτσι, έχοντας τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν την παγκοσμιοποίηση, όπως τα εννοούμε σήμερα.

Γνωριμία με τον ήρωα

Όταν το 1953 ο Ίαν Φλέμινγκ δημοσίευε το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Καζίνο Ρουαγιάλ», δεν ήταν δυνατόν να φανταστεί ότι θα δημιουργούσε έναν ήρωα, που θα κατακτούσε τις κινηματογραφικές οθόνες επί μισό αιώνα τουλάχιστον. Ο Φλέμινγκ έγραφε ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα με φόντο τις μυστικές υπηρεσίες και χαρακτηριστικά «noir», στο οποίο όπως όλα τα μυθιστορήματα του είδους, εκείνης της εποχής, είχε όλα τα συστατικά της συνταγής: Έναν μοναχικό ήρωα, την μοιραία γυναίκα και τους κακούς. Ο Φλέμινγκ ξεκίνησε να γράψει, επηρεασμένος και από τη θητεία του στην υπηρεσία πληροφοριών του Βρετανικού Ναυτικού, το μυθιστόρημά του  όμως εμφάνιζε μια διαφορά από όλα τα μέχρι τότε μυθιστορήματα του είδους: Τη διαφορά ότι ο Μποντ δεν ήταν άνθρωπος, ήταν ένας ήρωας χωρίς αισθήματα, χωρίς ηθικές αναστολές και το κυριότερο, χωρίς φιλοσοφικούς προβληματισμούς που θα μπορούσαν, μέχρι το τέλος μιας αφήγησης, να του δημιουργήσουν προβλήματα. Γεγονός που συνέβη στις δύο τελευταίες ταινίες με τον Μποντ του Ντάνιελ Γκρεγκ. Το σημείο, μάλιστα, εκείνο ήταν και αυτό που δυσκόλευε τη ζωή των ηρώων στα μυθιστορήματα του Ντάσιελ Χάμετ ή του Ρέιμον Τσάντλερ και άλλων, μέχρι τότε, συγγραφέων. Η ανθρώπινη, δηλαδή, υπόσταση των ηρώων τους ήταν και η αδυναμία τους απέναντι στον ήρωα Μποντ.
Ο ίδιος ο Μποντ, αλλά και ο τρόπος ζωής του, το ντύσιμό του, οι γυναίκες του, τα αυτοκίνητά του, οι ατάκες του, πάνω σ’ αυτή την αδυναμία των προκατόχων του, πέτυχε να μας απασχολεί κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Μια αδυναμία, την οποία δεν διέθετε, διότι από το πρώτο κιόλας μυθιστόρημα, φάνηκε ότι θα εξελισσόταν με διαφορετικό τρόπο από τους άλλους ήρωες αστυνομικών μυθιστορημάτων ή μυθιστορημάτων κατασκοπίας.
Από το πρώτο μυθιστόρημα, ο Μποντ ακολούθησε σαν συμβουλή, τα λόγια ενός συναδέλφου του, του Ματίς, ο οποίος του είχε πει κάποτε αναφερόμενος στους «κακούς»: «Τώρα πια ξέρεις πως είναι φτιαγμένοι και τι μπορούν να κάνουν στους άλλους...Περιβαλλόμαστε από ανθρώπινα όντα, αγαπητέ μου Τζέιμς... Είναι πιο εύκολο να πολεμήσουμε γι’ αυτούς, παρά για τους πρίγκιπες. Όμως... θα με απογοητεύσεις αν γίνεις και συ άνθρωπος. Θα χάσουμε μια υπέροχη μηχανή».
Μετά από αυτό ο Μποντ, σε όλα τα υπόλοιπα μυθιστορήματα είναι εργατικός, πραγματικά σαν «μηχανή». Εκτελεί τις αποστολές του με ακρίβεια, είναι ψυχρός και κυνικός (με μια δόση χιούμορ, που δεν το χάνει ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές) και πότε – πότε μπορούμε να πούμε ότι… σκέφτεται κιόλας.
Το «δυνατό» αυτό σημείο συνέλαβαν και οι σεναριογράφοι των ταινιών, γι’ αυτό και οι ταινίες του, από την πρώτη («Εναντίον Δόκτορος Νο») μέχρι την προτελευταία («Casino Royal»), είναι γεμάτες δράση, με ελάχιστες σκηνές στοχασμού πάνω στη ζωή και το θάνατο, ή την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Μακριά από αυτόν τέτοιες φιλοσοφικές αναζητήσεις.
Ο Μποντ, με την «άδεια να σκοτώνει» (τα δύο μηδενικά πριν από τον αριθμό 7), δουλεύει για να ζει. Στην κυριολεξία, κάνει προσπάθειες να μη τον σκοτώσουν. Εργάζεται υπερβολικά επικίνδυνα, γι αυτό και απολαμβάνει μια πλούσια ζωή, επειδή δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει. Ταξιδεύει παντού, γνωρίζει κόσμο και ειδικά γυναίκες. Ντύνεται πάντα στην μόδα. Οδηγεί καινούργια αυτοκίνητα και τέλος, εξολοθρεύει τους αντιπάλους του. Πράγμα που κάνει ευχαρίστως κατόπιν εντολής και όχι επειδή ενοχλούνται τα προσωπικά του «πιστεύω» και οι ιδέες του. Είναι ένας ήρωας-μηχανή και ταυτόχρονα ένας ήρωας χωρίς σύνορα, για τον οποίο έχει αποδειχθεί ότι ο κόσμος μας δεν είναι αρκετός.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Μποντ είναι ένα «γνήσιο τέκνο της παγκοσμιοποίησης»; Ίσως, εάν ο όρος «παγκοσμιοποίηση» είχε εμφανιστεί πριν από αυτόν. Εμφανίστηκε όμως, περί το τέλος του 20ου αιώνα, ενώ ο τρόπος ζωής του, υπήρχε στα βιβλία του Φλέμινγκ από το 1953 και στις οθόνες από το 1962.
Ο Τζέιμς Μποντ, ήταν ο πρώτος φανταστικός ήρωας, που σκιαγράφησε τον όρο «παγκοσμιοποίηση» και προετοίμασε, μέσα από τις περιπέτειές του, το κινηματογραφικό και τηλεοπτικό στη συνέχεια κοινό να αποδεχθεί τα χαρακτηριστικά της, αφού πρώτος τα πρόβαλε μέσα από τη ζωή του, τις συνήθειές και τις περιπέτειές του.  Αυτό καθεαυτό το περιεχόμενο των περιπετειών του, ενέχει μια παγκοσμιότητα.

Το παγκοσμιοποιημένο έγκλημα

Οι αντίπαλοι του Μποντ, σε όλες του  τις περιπέτειες δεν είναι κάποιοι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου της πατρίδας του, αλλά άνθρωποι και ομάδες ανθρώπων που κινούνται και δρουν οικουμενικά. Επίσης, ο απώτερος σκοπός των περισσότερων από αυτούς είναι παγκόσμια επικράτησή τους ή η μονοπώληση κάποιου επιτεύγματος και κάποιας ανακάλυψης, είτε δικής τους είτε κάποιου άλλου.
Βλέποντας σήμερα τις ταινίες του, διαπιστώνει κανείς πόσο προφητικές, ή και πόσο δημιουργικές υπήρξαν οι περιπέτειές του, όταν από το 1962 ασχολούνται με θέματα, τα οποία αργότερα θα λέγαμε ότι συνολικά απαρτίζουν το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης.
Ένα από αυτά, είναι ο ανταγωνισμός, ο οποίος στις ταινίες του εμφανίζεται, είτε σε ατομικό επίπεδο, είτε σε συλλογικό. Παρουσιάζεται δε, ως ανεξέλεγκτος δημιουργώντας ακόμα και εγκληματικές καταστάσεις.
Έπρεπε, δυστυχώς, να φτάσουμε στην 11η Σεπτεμβρίου 2001 για να μιλήσουμε για την παγκοσμιοποίηση της τρομοκρατίας, όταν μέσα από τις ταινίες του Μποντ παραδίδονταν μαθήματα γι’ αυτήν, και μάλιστα από την πρώτη ταινία του 1962. Σ’ αυτήν, ο Δρ Νο θέλει να επηρεάσει την πορεία των δορυφόρων στο διάστημα, υπέρ μιας πολυεθνικής (όπως θα την αποκαλούσαμε σήμερα) εγκληματικής οργάνωσης με έδρα το Παρίσι, της SPECTRE (Special Executive for Counter-intelligence, Terrorism, Revenge and Extortion).
Το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, είναι το κύριο χαρακτηριστικό όλων των ταινιών του. Μεμονωμένα άτομα ή ομάδες συμφερόντων, ασχολούνται με το εμπόριο όπλων, ή το εμπόριο ναρκωτικών. Το λαθρεμπόριο διαμαντιών, το εμπόριο πετρελαίου και το εμπόριο νερού. Άτομα, που επιδιώκουν τη συγκέντρωση των μέσων ενημέρωσης στα χέρια τους, ή επιθυμούν τον έλεγχο της διεθνούς οικονομίας. Σε μια δε ταινία επιθυμούν ακόμα και τον έλεγχο του διαστήματος.
Σε ατομικό επίπεδο, η μονοπώληση και ο έλεγχος της διεθνούς οικονομίας στις ταινίες του Μποντ, έχουν εκφραστές μια σειρά από εξαιρετικές προσωπικότητες. Αποδείξεις; Πρώτος ο Goldfinger («Χρυσοδάκτυλος» του 1964), ο οποίος θέλει να προκαλέσει διεθνή οικονομική κρίση καθιστώντας ραδιενεργό όλο το χρυσάφι του Θησαυροφυλακίου των Ηνωμένων Πολιτειών στο Fort Knox.
Μετά, ο Ερνέστος - Σταύρος Μπλόφελντ, που επιδιώκει και αυτός μια παγκόσμια οικονομική κρίση δηλητηριάζοντας τις καλλιέργειες δημητριακών και της κτηνοτροφίας («Στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητας» του 1969), καθώς και τον Μαξ Ζόριν, ένα άλλο αδίστακτο επιχειρηματία που θέλει να καταστρέψει το κέντρο της παγκόσμιας παραγωγής μικροτσίπ, τη Σίλικον Βάλεϊ της Καλιφόρνιας, ώστε να επικρατήσει παγκοσμίως στο χώρο των ηλεκτρονικών υπολογιστών («Επιχείρηση κινούμενος στόχος» του 1985).
Αργότερα, υπάρχει ένας άλλος επιχειρηματίας – μεγαλοεκδότης, ο Κάρβερ που θέλει να συγκεντρώσει όλα τα μέσα ενημέρωσης στα χέρια του εκμηδενίζοντας κάθε άλλο συγκρότημα τύπου και τηλεόρασης, του οποίου ο χαρακτήρας στην ταινία, μας θυμίζει τον Χιρστ. Αυτός ο μεγαλοεκδότης προσπαθεί να δημιουργεί παγκόσμιες κρίσεις βυθίζοντας πλοία ή καταρρίπτοντας αεροπλάνα, ώστε να τις προβάλλει την επομένη πρώτος από την εφημερίδα του και τα κανάλια του. Μια εφημερίδα που έχει τον προκλητικό τίτλο «Αύριο», αφού μπορείς να διαβάζεις «σήμερα τα νέα του αύριο» («Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει» του 1997).
Από την άλλη πλευρά, σε συλλογικό και οικουμενικό επίπεδο, μία είναι η μεγάλη αντίπαλος και εκφραστής του ανταγωνισμού παγκοσμίως, στις περιπέτειες του Μποντ: Η οργάνωση SPECTRE, που προαναφέρθηκε. Στόχος της, είναι πάντοτε η οικονομική και πολιτική αστάθεια, ώστε να μπορεί να επιβάλλει τα συμφέροντά της, αλλά και τα συμφέροντα των χρηματοδοτών, που καλύπτονται από πίσω της.
Η SPECTRE στις παλαιότερες ταινίες βρίσκεται πίσω από κάθε εχθρό του Μποντ. Ο τρόπος που λειτουργεί σε όλα τα σημεία του πλανήτη, αποδεικνύει ότι είναι μια άριστα οργανωμένη πολυεθνική επιχείρηση με υποκαταστήματα και πράκτορες σε όλες τις χώρες.
Είναι αυτή που κλέβει ένα ολόκληρο αεροπλάνο με πυρηνικό οπλισμό  στην «Επιχείρηση κεραυνός» από το 1965 κιόλας, με στόχο την διεθνή αστάθεια και το κέρδος από την πώληση της τεχνολογίας του συγκεκριμένου αεροσκάφους σε μια υπερδύναμη, που εκείνη επιλέγει.
Είναι αυτή, επίσης, που αναγκάζει τον Μποντ, 13 χρόνια μετά από τον Δόκτορα Νο, να γίνει μέχρι αστροναύτης, στην «Επιχείρηση Moonraker» (1979), σε μια προσπάθειά της να κυριαρχήσει στο διάστημα.
Εκτός όμως από αυτή την οργάνωση, στην οποία από τις πρώτες ταινίες αφήνεται να εννοηθεί ότι είναι κυρίως σοβιετική με πιθανούς κινέζους που τη χρηματοδοτούν, υπάρχουν και άλλες μικρότερες, αλλά εξ ίσου επικίνδυνες οργανώσεις.
Μία από αυτές θέλει να ελέγξει το παγκόσμιο εμπόριο διαμαντιών, στην ταινία τα «Διαμάντια είναι παντοτινά» (του 1971), ενώ μια άλλη το εμπόριο όπλων για τα οποία ο Μποντ, «με το δάκτυλο στη σκανδάλη» (το 1987), φτάνει μέχρι το Αφγανιστάν.
Υπάρχει όμως και άλλη μια οργάνωση, που θέλει να ελέγξει την παγκόσμια αγορά ναρκωτικών, στην περιπέτεια «Προσωπική εκδίκηση» (1989), στην οποία ο Μποντ φτάνει μέχρι την Κεντρική Αμερική και βρίσκεται αντιμέτωπος με τα καρτέλ των ναρκωτικών. Μη θεωρηθεί δε, ότι απ’ όλες αυτές τις επιχειρήσεις θα εξαιρείτο η διεθνής αγορά πετρελαίου, για την οποία ο Μποντ έφτασε μέχρι τη Σιβηρία, στην «Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» (1995).
Ίσως είναι κουραστικό, να επαναλαμβάνονται οι χρονολογίες της παραγωγής των ταινιών που αναφέρονται, αλλά είναι χρήσιμες για να γίνει αντιληπτό ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης, είχαν εμφανισθεί πολύ πριν τη δεκαετία του ’90, που άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως ο όρος.

Η παγκόσμια αστυνόμευση

Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό των περιπετειών του, στην αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος είναι ότι τα προβλήματα, που καλείται να αντιμετωπίσει ο ήρωάς, είναι πάντοτε παγκόσμια, οικουμενικά και δεν περιορίζονται στη χώρα από την οποία κατάγεται και χάριν της οποίας εργάζεται. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχουν «κακοί» στη χώρα του. Οι κακοί είναι όλοι «αλλοδαποί».
Εκτός αυτού όμως, και οι κυβερνήσεις όλων των άλλων χωρών, σε όλες αυτές τις ταινίες εμφανίζονται αδύναμες για την επίλυση αυτών των παγκόσμιων προβλημάτων. Για την αντιμετώπιση αυτής της «παγκόσμιας τρομοκρατίας».
Έτσι, καλείται ο Μποντ να εξαλείψει τις εντάσεις εξολοθρεύοντας τους «κακούς», είτε αυτοί δρουν ατομικά, είτε συλλογικά.
Αυτό πολλές φορές δεν το επιτυγχάνει πάντοτε μόνος του, αλλά συνήθως με τη βοήθεια και ενός άλλου πράκτορα, ο οποίος δεν ανήκει στη βρετανική μυστική υπηρεσία, αλλά στην αμερικανική CIA.
Αυτός είναι ο Φέλιξ Λάιτερ, που κάνει την εμφάνισή του από την πρώτη κιόλας ταινία, χαράσσοντας έτσι το δρόμο στην διακρατική συνεργασία, για την αντιμετώπιση του παγκοσμιοποιημένου εγκλήματος. Επισημαίνεται ότι αυτό συμβαίνει από το 1962, όταν ακόμα στην Ευρώπη δεν είχαν καν σκεφτεί τη συνθήκη Σέγκεν.
Σε όλες σχεδόν τις ταινίες, η ελευθερία του εμπορίου και ο διεθνής ανταγωνισμός, επιτρέπουν σε εγκληματικούς χαρακτήρες ή οργανισμούς να δρουν ανεξέλεγκτα και να επωφελούνται, να εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες των κρατών, τα οποία όταν έχουν διαφορετικά συμφέροντα σε κάποιες περιοχές του πλανήτη, δεν μπορούν να συνεργαστούν απέναντι στο διαπραττόμενο έγκλημα και να χρειάζονται κάποιον να τους συντονίζει.
Η συνεργασία του βρετανού Μποντ με τον αμερικανό Λάιτερ θέτουν τις βάσεις για την από κοινού αντιμετώπιση του παγκόσμιου εγκλήματος και προφητεύουν ή προετοιμάζουν τον θεατή για μια παγκόσμια υπερδύναμη που θα πρέπει να αστυνομεύει τον πλανήτη.
Το «παγκοσμιοποιημένο έγκλημα», όπως το ονομάσαμε πρόσφατα μετά το χτύπημα των Δίδυμων Πύργων, πρέπει να έχει απέναντί του την «παγκόσμια αστυνόμευση» και αυτό το στοιχείο υπάρχει από τις πρώτες κιόλας ταινίες του Μποντ. Όταν ο πράκτορας έχει βρεθεί, πλέον μόνος του μέσα στο άντρο του αντιπάλου του και βρίσκεται λίγα μόνο βήματα, λίγες μόνον στιγμές, πριν από την οριστική εκκαθάριση, τότε καταφθάνει η βοήθεια από τον αμερικανό Λάιτερ, ο οποίος μέσα από τη CIA, έχει ειδοποιήσει τον αμερικανικό στρατό, το ναυτικό ή την αεροπορία να καταφέρουν το τελειωτικό χτύπημα. Όπως το ιππικό, που έφτανε πάντοτε στην κρίσιμη στιγμή στις παλιές ταινίες γουέστερν.
Οι επεμβάσεις αυτού του είδους εμφανίζονται από τις πρώτες ταινίες του Μποντ της δεκαετίας του ’60 και είναι εκπληκτικό πόσο προφητικές είναι.

Η έννοια της Παγκοσμιοποίησης

Μέχρι τον 15ο αιώνα, που οι Ισπανοί και Πορτογάλοι θαλασσοπόροι και εξερευνητές αποφάσισαν να ξεφύγουν από τα στενά όρια της Ευρώπης και να αναζητήσουν νέους κόσμους, η έννοια της παγκοσμιοποίησης όχι μόνον δεν ήταν γνωστή ως έννοια, αλλά ούτε και ως ουσία.
Οι άνθρωποι μέχρι τότε δεν είχαν καλά - καλά διανοηθεί ότι η Γη είναι στρογγυλή, ούτε ότι δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος. Η ανακάλυψη του Νέου (για την εποχή εκείνη) Κόσμου και η επαναστατική θεωρία του Κοπέρνικου για την κυκλική πορεία των πλανητών και της Γης γύρω από τον Ήλιο, έθεσαν τις βάσεις για την «οικουμενική» αντίληψη των πραγμάτων και για την σκέψη, ότι η Γη δεν είναι ακίνητη, ούτε επίπεδη, αλλά σφαιρική. Οι εξερευνητές Κολόμβος, Βεσπούτσι, Ντε Γκάμα, Μαγγελάνος και άλλοι, ανακαλύπτουν το Νέο Κόσμο (την πατρίδα του Χόλιγουντ) και αρχίζουν παράλληλα να τον καταστρέφουν.
Ο διαχωρισμός Δύση και Ανατολή κάνει την εμφάνισή του, πολύ πριν από τον Μποντ που εκπροσωπεί τη Δύση και άλλοι πολιτισμοί πέραν αυτού της Ευρώπης, γίνονται γνωστοί. Έχουν άλλες αντιλήψεις όμως, άλλα πρότυπα και άλλες θρησκείες.
Έτσι, η Ευρώπη είναι αναγκασμένη να δεχθεί τα νέα μηνύματα, αλλά πρέπει και να επικρατήσει ως η δύναμη, που ανακάλυψε το καινούργιο και το θεωρεί κατάκτησή της.
Αποφασίζοντας να γίνει παγκόσμια δύναμη η Ευρώπη και χρησιμοποιώντας τις επιστήμες, την τεχνική και τη στρατιωτική της δύναμη, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του ανθρώπου. Το κεφάλαιο αυτό, είναι της Παγκοσμιοποίησης, με κύριο χαρακτηριστικό της, την επικοινωνία και την επαφή των λαών με κάθε μέσο, που ήταν πρόσφορο.
Η ανταλλαγή γνώσεων στην αρχή, εμπορευμάτων αργότερα και υπηρεσιών ακόμα πιο ύστερα, αποτελούν τα χαρακτηριστικά μιας μακράς περιόδου των ανθρωπίνων σχέσεων, τα οποία οι επιστήμονες σήμερα τα αποδίδουν συνοπτικά με τον ίδιο όρο. Η Παγκοσμιοποίηση, στην ουσία, είναι το αποτέλεσμα της διαρκούς αναζήτησης του ανθρώπου και της συνεχούς ανάγκης του για επέκταση των ορίων του. Ένα στοιχείο, που διαθέτουν, δυστυχώς, όλοι σχεδόν οι «κακοί» των ταινιών του Μποντ. Πρώτα, λοιπόν, οι θαλασσοπόροι και ύστερα οι αστροναύτες, δημιούργησαν νέες ανάγκες και ανάγκασαν τους ανθρώπους σε νέες συνεργασίες.
Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο, δημιουργήθηκαν κάποια στοιχεία, τα οποία είναι και τα κύρια χαρακτηριστικά της Παγκοσμιοποίησης, χωρίς η σειρά που αναφέρονται να είναι και αξιολογική.
Το πρώτο από αυτά είναι το γεγονός της έκρηξης και της επιτάχυνσης όλων των μορφών «ροής», όπως τις αποκαλούν οι οικονομολόγοι. Δηλαδή, των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών, των πληροφοριών, των κεφαλαίων, των ιδεών, των εικόνων, των αξιών και όλων των επιτευγμάτων και των εφευρέσεων του ανθρώπου.
Ένα άλλο, είναι η ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ιδιαίτερα της τεχνολογίας, της οποίας γίνεται υπερβολική χρήση είτε για το καλό, είτε για το κακό, σε όλες τις ταινίες του Μποντ.
Ένα τρίτο και σημαντικό χαρακτηριστικό, είναι η επανάσταση στις επικοινωνίες και την πληροφορική, που εξελίσσονται ταχύτατα. Επίσης, ορατό στοιχείο στις ταινίες.
Τέταρτο χαρακτηριστικό, είναι η απελευθέρωση των διεθνών αγορών συναλλάγματος και της κίνησης των κεφαλαίων, με συνέπεια η παράνομη διακίνηση τους να απασχολεί πολλές φορές τον ήρωά μας.
Επίσης, χαρακτηριστικό είναι και η ανάγκη του ανθρώπου να προστατεύσει το περιβάλλον του και ας μη το επιτυγχάνει τα τελευταία χρόνια. Γι’ αυτό και στις τελευταίες ταινίες, έχει αρχίσει η προστασία του παγκόσμιου περιβάλλοντος να περιλαμβάνεται στις αποστολές του Μποντ.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της είναι ο υπερπληθυσμός και η δημογραφική γήρανση, που είναι αποτέλεσμα της ευμάρειας και της ανάπτυξης. Χαρακτηριστικό, που δεν έγινε απαραίτητα ορατό στις ταινίες.
Υπάρχει ακόμα ένα, που είναι και πιο σύγχρονο. Είναι το φαινόμενο της συνεχώς διογκούμενης ανεργίας, αποτέλεσμα και αυτό της ανάπτυξης, καθώς επίσης και το διογκούμενο χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών, τόσο παγκοσμίως, όσο και μέσα στις ίδιες τις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Ένα χαρακτηριστικό, που οδηγεί στην αύξηση της εγκληματικότητας και το οποίο βλέπουμε να το εκμεταλλεύονται οι «κακοί» των ταινιών.
Τέλος, πρέπει να θεωρηθεί χαρακτηριστικό και ο γρήγορος, ιλιγγιώδης για την ακρίβεια, ρυθμός των αλλαγών, που συντελούνται σε όλα τα επίπεδα.
Τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά της Παγκοσμιοποίησης, που προαναφέρθηκαν και απασχολούν, ειδικούς επιστήμονες, οικονομολόγους, κοινωνιολόγους ή πολιτειολόγους, εμφανίζονται σε όλες σχεδόν τις ταινίες του Μποντ.
Και μόνο το γεγονός ότι ο Μποντ κινείται σχεδόν σε όλο τον κόσμο, φέρνοντας σε επαφή διαφορετικές κουλτούρες, μεταφέροντας την δική του και εισπράττοντας αυτήν των άλλων λαών, αρκεί για να αποδειχθεί ότι ο φανταστικός αυτός ήρωας δεν είναι προϊόν της, αλλά είναι αυτός που την προώθησε. Εάν όχι σαν έννοια-ορισμό, αλλά πάντως σαν ιδέα, σαν κουλτούρα. Μάλιστα όχι μόνο μιας εποχής, αλλά μίας μεγάλης περιόδου της ανθρώπινης ιστορίας, εάν λάβουμε υπόψη ότι μεταφορικά ζει και κινείται ανάμεσά μας από το 1962.

Παγκόσμιος ταξιδιώτης

Ίσως σ’ αυτό το σημείο, μπορεί να τεθεί κι ένα άλλο ερώτημα, το οποίο απασχολεί κινηματογραφόφιλους και μη. Το ερώτημα, εάν η τέχνη αντιγράφει τη ζωή, ή η ζωή την τέχνη. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συζητηθεί εδώ. Η ουσία είναι ότι από το 1963 οι ταινίες με πρωταγωνιστή τον πράκτορα 007, έθεσαν τις βάσεις για την παγκοσμιοποίηση, όπως την ξέρουμε και την εννοούμε σήμερα.
Οι ταινίες αυτές, για να τις θυμηθούμε με τη σειρά, είναι με τους τίτλους που προβλήθηκαν στη χώρα μας: «Εναντίον Δόκτορος Νο» (1962), «Από τη Ρωσία με αγάπη» (1963), «Επιχείρηση Χρυσοδάκτυλος» (1964), «Επιχείρηση κεραυνός» (1965), «Ζεις μονάχα δύο φορές» (1967), «Στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητας» (1969), «Τα διαμάντια είναι παντοτινά» (1971), «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθαίνουν» (1973), «Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι» (1974), «Η κατάσκοπος που μ’ αγάπησε» (1977), «Επιχείρηση Moonraker» (1979), «Για τα μάτια σου μόνο» (1981), «Επιχείρηση Octopussy» (1983), «Επιχείρηση κινούμενος στόχος» (1985), «Με το δάκτυλο στην σκανδάλη» (1987), «Προσωπική εκδίκηση» (1989), «Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» (1995), «Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει» (1997), «Ο κόσμος δεν είναι αρκετός» (1999), «Πέθανε μια άλλη μέρα» (2002), «Casino Royal» (2006) και «Quantum of solace» (2008).
Στον κατάλογο των ταινιών, που χρησιμοποιήθηκαν σ’ αυτό το αφιέρωμα, δεν περιλαμβάνονται οι κινηματογραφικές ταινίες «Καζίνο Ρουαγιάλ» του 1968 και «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» του 1983. Αν και περιέχουν αρκετά χρήσιμα στοιχεία, επειδή η πρώτη ήταν μια παρωδία όλων των μέχρι το 1968 ταινιών του Μποντ, ενώ η δεύτερη ήταν remake της ταινίας «Επιχείρηση κεραυνός».
Ο Μποντ είναι ένας πολυταξιδεμένος πράκτορας της βρετανικής ΜΙ6, για τον οποίον δεν υπάρχει συγκεκριμένο γραφείο. Σε όλες τις ταινίες δεν φαίνεται ποτέ να διαθέτει δικό του γραφείο, αλλά πάντα τον εμφανίζεται ως επισκέπτης του γραφείου του αρχηγού του με το κωδικό όνομα «Μ», κάπου στο Λονδίνο, από τον οποίο παίρνει εντολές και μετά ξεκινά για την εκτέλεση της αποστολής του. Μάταια η δεσποινίς Μανιπένι (το όνομα είναι σύνθετο μιας και άρεσαν στον Φλέμινγκ τα λογοπαίγνια, και στα ελεύθερα ελληνικά θα την αποκαλούσαμε «δεσποινίδα Ταψιλά»), η γραμματέας του αρχηγού, περιμένει κάποιο ραντεβού μαζί του. Ο Μποντ πάντοτε μπαίνει στο γραφείο, παίρνει εντολές και φεύγει για ταξίδι.
Έτσι, από την πρώτη του κιόλας περιπέτεια εναντίον του Δόκτορος Νο, το 1962, εγκαταλείπει το Λονδίνο και μετά από μια μικρή στάση στο Μαϊάμι τον συναντάμε στη Τζαμάικα, πρώην βρετανική αποικία, όπου θα αντιμετωπίσει τον σατανικό Δόκτορα, που βρίσκεται οχυρωμένος στο νησί Κραμπ Κι.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1963 στην ταινία «Από τη Ρωσία με αγάπη» ο Μποντ θα επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου θα   πρέπει να φυγαδεύσει έναν αποκωδικοποιητή και μία ρωσίδα στο Λονδίνο χρησιμοποιώντας το γνωστό Όριαν Εξπρές. Ταξιδεύοντας με τρένο και διασχίζοντας τα Βαλκάνια θα φτάσει στη Βενετία, αφού προηγουμένως θα κάνει και σταθμό στην Ειδομένη, που είναι και η πρώτη του επαφή με την Ελλάδα. Εκεί στη Βενετία, ο Μποντ και η ρωσίδα, θα έχουν έναν μίνι μήνα του μέλιτος, λίγο πριν τελειώσει η περιπέτεια.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι στη ταινία αυτή ο Μποντ συναναστρέφεται με τσιγγάνους, τους οποίους και βοηθά κατά τη διάρκεια μιας αιματηρής συμπλοκής τους με άλλη ομάδα τσιγγάνων, αποδεικνύοντας ότι δεν διακατέχεται από ρατσισμό και είναι έτοιμος να δεχθεί νέες κουλτούρες, ή να προωθήσει τη δική του.
Την επόμενη χρονιά, το 1964 στην «Επιχείρηση Χρυσοδάκτυλος», ο Μποντ θα επιστρέψει στο Μαϊάμι. Συγκεκριμένα θα μείνει στο ξενοδοχείο Φοντενεμπλό, όπου θα ανακαλύψει τυχαία τον μεγαλοεπιχειρηματία κύριο Όρικ Γκολντφίνγκερ (άλλο ένα λογοπαίγνιο του Φλέμινγκ, από τη γαλλική λέξη auric «χρυσός» και τις αγγλικές gold-finger «χρυσό-δάκτυλο») να κλέβει στα χαρτιά, με τη βοήθεια μιας όμορφης νέας κοπέλας. Εκείνη τη χρονιά το διαβατήριό του, θα αποκτήσει πολλές σφραγίδες. Ακολουθώντας τον Χρυσοδάκτυλο, θα φτάσει πρώτα μέχρι το Κεντάκι, όπου εδρεύει το Θησαυροφυλάκιο των ΗΠΑ με όλα τα αποθέματα χρυσού και στη συνέχεια μέχρι τη Γενεύη, όπου και η έδρα των επιχειρήσεων του Χρυσοδάκτυλου.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει μία παγκόσμια οικονομική συνωμοσία, ο Μποντ θα επιστρέψει στην Αμερική την ίδια χρονιά και θα πάει στην Ουάσιγκτον, ενώ την επόμενη χρονιά, το 1965 στην ταινία «Επιχείρηση Κεραυνός», θα τον συναντήσουμε στο Νασάου στις Μπαχάμες και αφού προηγουμένως έχει περάσει από το Σατό Ντ’ Αρνέ της Γαλλίας.
Δεν έχουμε στοιχεία από τη δράση του κατά το 1966. Ίσως να ξεκουραζόταν σε κάποια ήσυχη γωνιά του πλανήτη. Πάντως το 1967 τον συναντούμε στην Άπω Ανατολή («Ζεις μονάχα δυο φορές»), όπου αποκτά νέες εμπειρίες, απέναντι σε μια άλλη αναπτυσσόμενη κοινωνία και όπου μεταμφιεσμένος τελεί εικονικό γάμο, στο ιαπωνικό νησάκι Άμα.
Εκεί θα γνωρίσει για πρώτη φορά και τον αρχηγό της SPECTRE, ο οποίος είναι γνήσιο τέκνο της παγκοσμιοποίησης και των ανοικτών συνόρων, αφού για την καταγωγή του ερίζουν αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Έχει ελληνίδα μητέρα και ονομάζεται Ερνέστος - Σταύρος Μπλόφελντ.
Ύστερα από δύο χρόνια, το 1969, ο Μποντ στη ταινία «Στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητας», θα παντρευτεί πραγματικά αυτή τη φορά, στην Ιταλία μια ισπανίδα κοντέσα, αλλά θα μείνει χήρος πολύ γρήγορα. Έτσι κυνηγώντας τους δολοφόνους της γυναίκας του και τον Μπλόφελντ θα φτάσει μέχρι τις Ελβετικές Άλπεις.  Εκεί θα φιλοξενηθεί με το γνωστό τρόπο που τον φιλοξενούν συνήθως, έγκλειστο αλλά περιτριγυρισμένο από καλλονές.
Το 1971, ύστερα από τα χιόνια των Άλπεων, θα επισκεφθεί το Λας Βέγκας στη ζεστή και υγρή έρημο της Νεβάδα, και στη συνέχεια θα πάει στην πόλη του κινηματογράφου, το Λος Άντζελες («Τα διαμάντια είναι παντοτινά»). Το ταξίδι του αυτό, το έχει ξεκινήσει από το Άμστερνταμ της Ολλανδίας κάνοντας μάλιστα και ένα πέρασμα από την Αίγυπτο, ακολουθώντας το δρομολόγιο του εμπορίου διαμαντιών.
Το 1973, επιστρέφει στις ΗΠΑ, αλλά αυτή τη φορά επισκέπτεται τους κακόφημους δρόμους του Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, αποδεικνύοντας και αυτή τη φορά ότι δεν είναι ρατσιστής, αφού βοηθά και τον βοηθούν μαύροι. Η άνεση του φλεγματικού βρετανού, ανάμεσα στους μαύρους του Χάρλεμ, θα μείνει παροιμιώδης.
Από τη Νέα Υόρκη, θα φύγει προς Νέα Ορλεάνη στη Λουϊζιάνα, όπου θα έλθει αντιμέτωπος με τους «κακούς» που τον προορίζουν για τροφή στους κροκόδειλους Θα ζήσει όμως, μια και ο τίτλος της ταινίας αυτή τη φορά είναι επιτακτικός, «Ζήσε κι’ άσε τους άλλους να πεθάνουν».
Η Ταϋλάνδη, αλλά και τα νησιά Πουκέ δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τα ταξίδια του. Έτσι το 1974, ο Μποντ έχει να αντιμετωπίσει τον Σκαραμάγκα στην ταινία «Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι» ταξιδεύοντας εκεί με προηγούμενο σταθμό τη Βηρυττό και το Χονγκ-Κονγκ. Παρενθετικά, αναφέρεται λόγω ελληνικού ενδιαφέροντος, ότι ο συγγραφέας Φλέμινγκ συζητώντας με τον ηθοποιό Κρίστοφερ Λι, που υποδυόταν τον Σκαραμάγκα, του είχε πει ότι το όνομα ήταν εμπνευσμένο από τα ελληνικά ναυπηγεία του Σκαραμαγκά.
Μετά από τρία χρόνια απουσίας, αναμενόμενο ήταν στην επόμενη περιπέτειά του το 1977, ο Μποντ να ξεσπαθώσει ταξιδεύοντας σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο με την ταινία «Η κατάσκοπος που μ’ αγάπησε». Χώρες που επισκέπτεται, ή ενδιάμεσοι σταθμοί, προκειμένου να εντοπίσει ένα ολόκληρο τάνκερ είναι οι: Αίγυπτος, Μπαχάμες, Ταϋλάνδη, Σαρδηνία και Αυστρία.
Αργότερα και συγκεκριμένα μετά από δύο χρόνια, το 1981 στην ταινία «Για τα μάτια σου μόνο», επισκέπτεται την Ελλάδα, όπου στην Κέρκυρα συναντά την εφοπλιστική οικογένεια του Χριστάτου, η κόρη του οποίου ονομάζεται Μελίνα και μαζί της ταξιδεύει από την Κρήτη μέχρι τα Μετέωρα.
Από τα ταξίδια του σε αυτή την περιπέτεια, δεν μπορούσε να λείπει μια επίσκεψη στο διχοτομημένο Βερολίνο, λίγο πριν φύγει και πάλι για την Άπω Ανατολή, όπου μεταξύ άλλων επισκέπτεται το Νέο Δελχί στις Ινδίες, στο πλαίσιο της αποστολής του «Επιχείρηση Octopussy» το 1983.
Δεν θα ήταν δυνατόν να συνδυάζεται η ιδέα της παγκοσμιοποίησης και του Μεγάλου Χωριού στον Μποντ, εάν μεταξύ των ταξιδιών του δεν συμπεριλαμβάνονταν και ένα ταξίδι στη Σίλικον Βάλλεϊ της Καλιφόρνιας, την έδρα των περισσότερων εταιρειών ψηφιακής τεχνολογίας. Εδώ επιτελείται μια οικονομική συνωμοσία και ο μυστικός πράκτορας καλείται να δώσει λύση, αφού προηγουμένως ξεκαθαρίσει κάποιους λογαριασμούς στο Παρίσι, αλλά και στη Σιβηρία με την αποστολή του «Επιχείρηση κινούμενος στόχος» (1985).
Από την «παραγωγική» έρημο της Καλιφόρνιας στην άνυδρη έρημο του αφρικανικού Μαρόκου, θα αναγκαστεί να ταξιδέψει μετά από δύο χρόνια («Με το δάκτυλο στην σκανδάλη», 1987)  και αφού προηγουμένως έχει περάσει από το Αφγανιστάν και τη Τσεχοσλοβακία, ενώ θα έχει και μια μικρή περιπέτεια στο Γιβλαλτάρ.
Δύο χρόνια αργότερα, θα επισκεφθεί τη Νότιο Αμερική, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα ισχυρά καρτέλ ναρκωτικών, παρά το γεγονός ότι η υπηρεσία του τον έχει αφήσει ακάλυπτο, αφαιρώντας του το δικαίωμα να σκοτώνει («Προσωπική εκδίκηση», 1989).
Μετά από λίγα χρόνια απουσίας (1995) και ενώ εν τω μεταξύ η Σοβιετική Ένωση έχει διαλυθεί φέρνοντας και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο Μποντ πιάνει και πάλι δουλειά, αναλαμβάνοντας την «Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» και αυτή τη φορά επισκέπτεται τη Ρωσία, όπου κινείται με υπερβολικά μεγάλη άνεση και αφού προηγουμένως έχει πάει μέχρι τη Κούβα, αλλά και το Μόντε Κάρλο. Τα σύνορα με τις πρώην χώρες του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχουν αρχίσει να πέφτουν.
Η Νέα Οικονομία έχει αρχίσει να διαγράφεται στον ορίζοντα και ό,τι έχει καθιερώσει τόσα χρόνια ο κινηματογραφικός χαρακτήρας πρέπει τώρα να παγιωθεί. Βρισκόμαστε στο 1997 και ο νέος αντίπαλος του Μποντ είναι ένας μεγαλοεκδότης, ο οποίος αντί να περιμένει κάτι να συμβεί, δημιουργεί καταστροφές για να τις κάνει πρώτος και καλύτερος, πρωτοσέλιδες. Επόμενο είναι ο Μποντ να αναγκασθεί να ταξιδέψει και πάλι απ’ άκρου εις άκρον την υδρόγειο  και συγκεκριμένα από το Αμβούργο μέχρι τη Σαϊγκόν («Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει»).
Το 1999 θα ταξιδέψει μέχρι το Αζερμπαϊτζάν της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να λύσει προβλήματα που δημιουργούνται στο μονοπώλιο του πετρελαίου από μια πολυεθνική συμμορία («Ο κόσμος δεν είναι αρκετός»), ενώ το 2002 θα επισκεφθεί την Κούβα και την παγωμένη Ισλανδία, προκειμένου να εξαρθρώσει για άλλη μια φορά ένα κύκλωμα πλαστών διαμαντιών και έναν άνθρωπο που θέλει να κυριεύσει τον κόσμο χρησιμοποιώντας υψηλή τεχνολογία.
Το 2006 αντίπαλος του Μποντ είναι ένας παγκοσμίου φήμης χαρτοπαίκτης, ο Λε Σιφρ, ο οποίος διαχειρίζεται τα χρήματα ενός παγκόσμιου δικτύου τρομοκρατών. Προκειμένου να τον αντιμετωπίσει ο Μποντ θα ξεκινήσει από τη Μαγαδασκάρη για να ταξιδέψει από τις Μπαχάμες στην Πράγα και το Κάρλοβι Βάρι στην Τσεχία και από εκεί στη λίμνη Κόμο και τη Βενετία της Ιταλίας.
Τέλος, το 2008 κυνηγώντας τον Ντομινίκ Γκριν, έναν δήθεν οικολόγο, οποίος όμως  στην πραγματικότητα θέλει να «στερέψει» τη Βολιβία για να της πουλήσει αργότερα το νερό που συγκεντρώνει, επισκέπτεται και πάλι τη Νότιο Αμερική, αφού έχει προηγουμένως μια εξωφρενική καταδίωξη στην πιο ρομαντική πόλη της Ιταλίας τη Σιένα και ενώ θα έχει περάσει μια βόλτα από την Αϊτή.

Η χαρά των πολυεθνικών

Από την ιστορική αναδρομή στα ταξίδια του μυστικού πράκτορα, γίνεται φανερό ότι γι αυτόν δεν υπάρχουν όρια. Ταξιδεύει παντού όπου χρειάζεται, τα σύνορα δεν αποτελούν εμπόδιο και πάντοτε έχει συναλλαγματική άνεση. Τα χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης που προαναφέρθηκαν δεν είναι δύσκολο να εντοπισθούν. Γι’ αυτόν, υπάρχει ένας κόσμος χωρίς σύνορα, όπου υπάρχει ελεύθερη διακίνηση προσώπων και χρημάτων. Ένας κόσμος, στον οποίο ορισμένοι επιχειρηματίες, εκμεταλλευόμενοι αυτή την ελευθερία προσπαθούν να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους.
Σ’ αυτό τον κόσμο, ο Μποντ κινείται πάντοτε με αεροπλάνο για τη μετάβασή του από χώρα σε χώρα, αλλά πάντοτε εκεί που φτάνει, ύστερα από τη στοργική φροντίδα της υπηρεσίας του, τον περιμένει κάποιο όχημα ανάλογο με τις ανάγκες του και τις απαιτήσεις της αποστολής του. Είναι άξιο προσοχής το γεγονός, ότι σε κάθε εποχή που γυριζόταν μια ταινία του, οι αυτοκινητοβιομηχανίες μάχονταν να δώσουν τα τελευταία μοντέλα τους, για τις ανάγκες των ταινιών.
Τα αυτοκίνητά του, από το 1962 που κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον Δόκτορα Νο μέχρι την τελευταία του αποστολή, είναι πάντοτε τα αυτοκίνητα της εποχής του και ποτέ παλαιότερα μοντέλα, τα οποία χρησιμοποιεί μόνον όταν υπάρξει σοβαρή ανάγκη και δεν έχει μαζί του το δικό του αυτοκίνητο, όπως συνέβη με το γνωστό Citroen 2CV, που χρησιμοποίησε στα στενά δρομάκια της Κέρκυρας, όταν είχε έλθει στη χώρα μας.
Τα αυτοκίνητα αυτά είτε είναι κλασσικά, είτε μοντέρνα, είναι πάντοτε διασκευασμένα για τις ανάγκες του και έχουν κατασκευαστεί από μεγάλες και γνωστές εταιρείες, που έχουν ως στόχο τους τις διεθνείς αγορές και όχι μόνο τις χώρες που εδρεύουν. Είναι αυτοκίνητα, τα οποία μετά από κάθε ταινία γίνονται μόδα και αυτός που τα οδηγεί, σύμφωνα με τις διαφημίσεις τους, αυτομάτως αποκτά άλλο κύρος.
Ο πολυεθνικός χαρακτήρας των αυτοκινήτων, που χρησιμοποιήθηκαν από τον μυστικό πράκτορα, φαίνεται από τις πρώτες ταινίες του και επιβεβαιώνεται στη συνέχεια, όταν τα κλασσικά βρετανικά διαδέχονται γερμανικά, ή γαλλικά, ή ακόμα και αυτοκίνητα από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Φυσικά δεν λείπουν τα γιαπωνέζικα, από την εποχή που οι ιαπωνικές εταιρείες άρχισαν την επιθετική πολιτική τους για να κατακτήσουν την ευρωπαϊκή αγορά.
Το  ελαφρύ και λιτό Sunbeam Alpine, με το οποίο εξυπηρετήθηκε το 1962, στην πρώην βρετανική αποικία της Τζαμάικα, εναντίον του Δόκτορος Νο, διαδέχεται η Rolls Roys Silver Wrath, που χρησιμοποιήθηκε στην ταινία «Από τη Ρωσία με αγάπη» το 1963 μαζί με το γαλλικό Citroen TA II, ενώ στη συνέχεια το 1964 (εναντίον του Χρυσοδάκτυλου) χρησιμοποιήθηκε το πιο διάσημο, ίσως, απ’ όλα τα αυτοκίνητα του Μποντ: Η Aston Martin DB5 με τα 3.500 κ.ε. και τους 282 ίππους, η οποία ήταν «ελαφρά πειραγμένη» με κάποιες χρήσιμες προσθήκες, όπως πυροβόλα που έβγαιναν από τους μπροστινούς προβολείς, ψεκαστήρες λαδιού από τους πίσω φανούς πορείας για να γλιστρούν οι διώκτες του, κάθισμα οδηγού που εκτινάσσεται σε ώρα ανάγκης και άλλα πολλά.
Ένα γιαπωνέζικο αυτοκίνητο ήταν αδύνατο να μην εμφανιστεί στις ταινίες του όταν μάλιστα, η γιαπωνέζικη αυτοκινητοβιομηχανία προσπαθούσε να κάνει έντονη την παρουσία της ακόμα και στις παραδοσιακές για τις αυτοκινητοβιομηχανίες τους ευρωπαϊκές χώρες. Στην επόμενη περιπέτειά του, «Ζεις μονάχα δύο φορές» (1967), ένα καμπριολέ Toyota 2000 GT είναι το όχημα που θα τον βγάλει από τη δύσκολη θέση. Ένα αυτοκίνητο, το οποίο διέθετε ακόμα και τηλεόραση κλειστού κυκλώματος, καθώς και ασύρματο τηλέφωνο, που είχε κάνει τρομερή εντύπωση τότε.
Βρετανικό θα είναι και πάλι το αυτοκίνητο που θα χρησιμοποιηθεί το 1971, στην επόμενη περιπέτεια «Τα διαμάντια είναι παντοτινά». Σ’ αυτή την περιπέτεια εναντίον των λαθρεμπόρων διαμαντιών ο Mποντ χρησιμοποιεί ένα Mustang Mach I, ενώ ο αντίπαλός του, ένας μεγαλέμπορος διαμαντιών, οδηγεί ένα καμπριολέ Triumph Stag.
Μέχρι χρήση των διώροφων λεωφορείων του Λονδίνου έχει γίνει για μια καταδίωξη στην ταινία «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθαίνουν» (1973), ενώ μια Lotus Esprit SI στην ταινία «Η κατάσκοπος που μ’ αγάπησε» (1977) είχε κι αυτή βελτιωθεί λιγάκι, ώστε να μπορεί να μετατραπεί σε υποβρύχιο, εάν ο ήρωάς μας κυνηγημένος ήθελε να καταφύγει στη θάλασσα.
Η περιπέτεια, η οποία χαρακτηρίστηκε ως μια «κινηματογραφική έκθεση αυτοκινήτου και μοτοσικλέτας», είναι αυτή που διαδραματίστηκε στην Ελλάδα το 1981. Στην ταινία «Για τα μάτια σου μόνο», προκειμένου να ξεφύγει από τους διώκτες του, μέσα από τα σοκάκια της Κέρκυρας, θα χρησιμοποιήσει ένα δημοφιλές και στη χώρα μας μικρό και κατάλληλο αυτοκίνητο, το Citroen 2CV, ενώ θα δούμε δύο Lotus Esprit Turbo, μία μοτοσικλέτα Yamaha και ένα Peugeot 504. Ήταν η εποχή, που έπρεπε να προωθηθούν και τα γαλλικά αυτοκίνητα, ενώ κάνει την εμφάνισή της για πρώτη φορά και η μοτοσικλέτα Yamaha.
Η γνωστή γερμανική εταιρεία Mercedes δεν μπορούσε να απουσιάζει από τη γκάμα των αυτοκινήτων που χρησιμοποίησε ο Μποντ. Έτσι στην «Επιχείρηση Octopussy» (1983) ένα Mercedes 250 SE χωρίς λάστιχα  του χρησιμεύει για να καταδιώξει ένα τρένο, τρέχοντας πάνω στις ράγες του τρένου μόνο με τις ζάντες. Στην ίδια περιπέτεια θα χρησιμοποιηθεί και ένα ιταλικό αυτοκίνητο, ώστε να εκπροσωπηθεί και άλλη μια μεγάλη ευρωπαϊκή εταιρεία. Πρόκειται για μια Alfa Romeo GTV 6 Coupe.
H Aston Martin DBS/V8 Vantage θα είναι το επόμενο μοντέλο της γνωστής εταιρείας, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί, πάλι με βελτιώσεις (πυροβόλα, εκτοξευτές βλημάτων κλπ.) στην επόμενη περιπέτεια με τίτλο «Με το δάκτυλο στη σκανδάλη» (1987), ενώ η «Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» (1995), είναι η δεύτερη «ταινία έκθεση αυτοκινήτων» αφού από αυτή θα παρελάσουν: Η γνωστή Aston Martin DB5, μία Ferrari 355, ένα Moskovich και ένα Volga καθώς και το σύγχρονο για την εποχή BMW Z3, το οποίο μάλιστα εμφανιζόταν για πρώτη φορά, πριν βγει επίσημα στην αγορά.
Αυτό ακριβώς συνέβη και με το επόμενο BMW 750iL της περιπέτειας «Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει» (1997), το οποίο μάλιστα ήταν και τηλε-κατευθυνόμενο από ένα κινητό τηλέφωνο Ericsson JB988, που χρησιμοποιούσε ο ήρωάς μας. Χαρακτηριστικό του μοντέλου αυτού ήταν το γεγονός ότι εάν δεν άνοιγε ο ίδιος την πόρτα, τότε η BMW κεραυνοβολούσε με αρκετά βολτ τον παρείσακτο!
Το 1999, στην ταινία «Ο κόσμος δεν είναι αρκετός» το αυτοκίνητο του πράκτορα είναι πάλι BMW, αλλά αυτά τη φορά το πιο στιβαρό μοντέλο εξοπλισμένο με ρουκέτες, το BMW Z8.
Η ταινία «Πέθανε μια άλλη μέρα» (2002), έφερε πάλι στην επιφάνεια την παλιά του αγάπη, η οποία όμως αυτή τη φορά βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα εξίσου καλά εξοπλισμένο αυτοκίνητο που το οδηγεί ο «κακός» της ταινίας. Η Aston Martin Vanguish με εκτοξευόμενο κάθισμα (κλασσικά), με ρουκέτες αυτή τη φορά στη μάσκα και έξτρα πολυβόλα στο καπό, αντιμετωπίζει με επιτυχία ένα Jaguar XKR Convertible (μοντέλο θυγατρικής της Ford, πλέον, με κινητήρα Vanguish), το οποίο διαθέτει και αυτό ρουκέτες στη μάσκα του, όπως και στα πλαϊνά του, καθώς και πυροβόλο όλμων(!), που στηρίζεται στο καπό της.
Στην προτελευταία περιπέτεια «Casino Royal», η Aston Martin DBS/V8 επανεμφανίζεται, και αυτή τη φορά εκτός από το δορυφορικό σύστημα εντοπισμού θέσης (GPRS) διαθέτει στο ντουλαπάκι της πλήρες ιατρικό κιτ για την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών. Το ίδιο δε μοντέλο χρησιμοποιείται και στην περιπέτεια «Quantum of solace», κατά την οποία ο Μποντ καταδιώκεται από τους αντιπάλους του που χρησιμοποιούν ένα μοντέλο Alfa Romeo 159. Στην ίδια ταινία χρησιμοποιείται και ένα Range Rover Sport, ενώ μια πολύ μικρή εμφάνιση κάνει και ένα αυτοκίνητο της Ford, το μοντέλο Ford Ka.

Πολυεθνικός, ακόμα και στα μικροπράγματα

Από την πιο πάνω συνοπτική και αναγκαία ανασκόπηση των περιπετειών του Μποντ είναι πέρα πάσης αμφιβολίας εμφανής ο ανταγωνισμός των αυτοκινητοβιομηχανιών για τον εφοδιασμό του με ότι σύγχρονο διέθετε σε κάθε εποχή, η κάθε εταιρεία. Ανάλογα με τον τόπο που διαδραματίζεται κάθε περιπέτεια και ανάλογα με το χρόνο, τα μοντέλα είναι πάντοτε ακριβά, επιβλητικά και είναι αυτά, τα οποία στη συνέχεια θα διαφημιστούν ως μοντέλα που προσδίδουν κύρος.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τους χαρτοφύλακες – βαλίτσες της Samsonite, ή τα ρολόγια Rolex και Omega, που χρησιμοποιήθηκαν από τις πρώτες κιόλας περιπέτειες και καθιερώθηκαν ως «επιλογές του Μποντ» παγκοσμίως.
Εκτός από τα αυτοκίνητα, αναρωτήθηκε άραγε κανείς, πότε άρχισαν να γίνονται γνωστά στο ευρύ κοινό τα ρολόγια Rolex, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’60; Ίσως φανεί παράξενο, αλλά υπήρχαν μερικά προϊόντα στην παγκόσμια αγορά, τα οποία δεν ήταν προσιτά στο ευρύ κοινό και έγιναν γνωστά μέσα από τις ταινίες του ήρωα, που όλοι ήθελαν να του μοιάσουν. Ήταν αντικείμενα που πρόσφεραν κύρος στον κάτοχό τους και το Rolex ήταν ένα από αυτά.
Αυτό και άλλα μικροαντικείμενα έγιναν παγκόσμια γνωστά όταν τα φόρεσε ο Μποντ και μάλιστα, καταναλώθηκαν πιο εύκολα από τα αυτοκίνητα, που ήταν ακριβότερα.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι από την πρώτη κιόλας ταινία ο Μποντ φορά και το δείχνει με κάθε ευκαιρία το Rolex Submariner Oyster Perpetual, όπως το φορούσαν οι αξιωματικοί του Ναυτικού της Βασίλισσας της Αγγλίας, δηλαδή με μπρασελέ από νάιλον σε χρώμα γκρι. Παράλληλα, το 1964 από την μεθεπόμενη ταινία, κάνει την εμφάνισή του και το Rolex GMT, το οποίο αυτή τη φορά το φοράει η Πούσι Γκαλόρ, η πιλότος του Χρυσοδάκτυλου.
Για να μην υπάρξει παράπονο από άλλες εταιρείες, στην αμέσως επόμενη ταινία το 1965, ο ήρωάς μας φορά ένα Breitling Top Time, το οποίο του χρησιμεύει ως μετρητής ραδιενέργειας, ενώ κάποιος πιλότος για τον οποίο ο Μποντ διεξάγει έρευνα, φορά το Breitling Navitimer.
Το Rolex Oyster Perpetual θα συντροφεύει τον Μποντ σε όλες τις επόμενες ταινίες μέχρι το 1972 και θα αντικατασταθεί το 1973, στη ταινία «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν», στην οποία θα φορέσει το Pulsar Time Computer Quartz LED. Ένα ρολόι που θα τον σώσει από πολλές καταστάσεις χρησιμοποιούμενο ακόμα και ως πριόνι.
Το 1974, επανεμφανίζεται στο χέρι του το Rolex Submariner Oyster Perpetual και παράλληλα κάνει την εμφάνισή του και το Rolex Cellini King Midas.
To 1977, και ενώ η τεχνολογία προχωρά με ταχείς ρυθμούς και οι ιάπωνες, όπως και με τα αυτοκίνητα, θέλουν να επιβληθούν στη παγκόσμια αγορά δίνουν στον Μποντ το Seiko Quartz LC Chronograph, που χρησιμεύει και σαν εκτυπωτής μηνυμάτων, ενώ το 1979 του χορηγείται ένα Seiko LCD Digital, που περιέχει εκρηκτικά και άλλα πολλά. Τέλος, το 1981 η ίδια εταιρεία του χορηγεί ένα Seiko Quartz Analog/Digital Alarm Chronograph Radio. «Τρία σ’ ένα», όπως θα λέγαμε σήμερα.
Φτάνοντας στο 1983, η Seiko δίνει στον πράκτορα δύο ρολόγια, εκ των οποίων το ένα θεωρείται προφητικό εάν όχι «πιλοτικό». Πρόκειται για το Seiko Sports 100 LCD και για το Seiko TV watch με οθόνη υγρών κρυστάλλων (LCD). Ο Μποντ είναι σε θέση να βλέπει εικόνες που του στέλνουν από το αρχηγείο του και ο κόσμος ετοιμάζεται για τρομακτικές αλλαγές στη τεχνολογία.
Παρ’ όλα αυτά, το επόμενο ρολόι του, είναι ένα κλασσικό μοντέλο της Omega, σαν κι αυτό που φορούσαν οι πρώτοι άνθρωποι στο φεγγάρι, σύμφωνα με τη διαφήμισή της. Είναι το σωτήριο έτος 1996 και το ρολόι Omega Seamaster Professional Quartz του Μποντ, έχει διασκευαστεί για να εκτοξεύει ακτίνα λέιζερ. 
Σε λίγα χρόνια οι διαφημίσεις της πασίγνωστης πλέον εταιρείας, έχουν αρχίσει να απεικονίζουν το νέο πρωταγωνιστή της σειράς και δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθείτε κάπου τα τελευταία χρόνια και να μην έχετε δει τον ηθοποιό Πιρς Μπρόσναν να φορά το Omega Seamaster Professional Chronometer σαν επιλογή του ηθοποιού σε αντίθεση με τις παλαιότερες διαφημίσεις, που αναφερόταν ως «επιλογή του Τζέιμς Μποντ». Το ρολόι αυτό φοράει και ο Ντάνιελ Κρεγκ στις τελευταίες ταινίες, το οποίο μάλιστα κάποια στιγμή παρουσιάζεται εξοπλισμένο, εκτός από το κλασικό εκτοξευτή ακτίνας λέιζερ, και με στεφάνη που περιστρέφεται σαν σιδεροπρίονο.
Πρέπει να επισημανθεί εδώ, ότι εκτός από τα ελβετικά και τα γιαπωνέζικα ρολόγια, που αυτή τη στιγμή κυριαρχούν στην ευρύτερη αγορά, ο Μποντ έχει χρησιμοποιήσει επιδεικτικότατα στις ταινίες του διάφορα αντρικά αξεσουάρ, όπως οι αναπτήρες Dupont και Collibri. Μάλιστα, Collibri ήταν και το όπλο του Κρίστοφερ Λι στην ταινία «Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι».
Επίσης, έχει κρατήσει από τις πρώτες ταινίες του σκληρό χαρτοφύλακα Samsonite, ενισχυμένο με πολλά αμυντικά και επιθετικά όπλα, ενώ στην ταινία «Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει» χρησιμοποίησε ένα κινητό τηλέφωνο με τα αρχικά του ονόματός του, το Ericsson JB988, ως τηλεκοντρόλ του αυτοκινήτου του, όπως προαναφέρθηκε.
Τέλος, για να αναμιχθεί και πάλι η γιαπωνέζικη τεχνολογία, στην ταινία «Πέθανε μια άλλη μέρα», κράτησε και το εξελιγμένο, με ενσωματωμένη κάμερα, κινητό τηλέφωνο Sony Ericsson και χρησιμοποίησε ξυριστική μηχανή Philips.
Μιλώντας για τα ποτά που συνήθιζε να πίνει, θα λέγαμε ότι έχει κάνει πασίγνωστο το Martini Bianco (πολύ πριν από τις διαφημίσεις της τηλεόρασης με τα ερωτικά  υπονοούμενα), το οποίο μάλιστα έπινε «shaken, not stirred». Έκανε, επίσης, γνωστή στο ευρύτερο κοινό και την σαμπάνια Dom Perignon του ’55, την οποία ήπιε για πρώτη φορά με τον Δόκτορα Νο το 1962. Όπως επίσης, έκανε διάσημη και την σαμπάνια Bollinger R.D. από το 1979, που την ήπιε για πρώτη φορά, στην ταινία «Επιχείρηση Μουνρέηκερ», και συνέχισε να την παραγγέλνει μέχρι την «Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» το 1995, όταν την έβγαλε από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του για να κεράσει την ψυχίατρο, που του είχε επιβάλλει η υπηρεσία του.  Προηγουμένως, στο Όριαν Εξπρές είχε πιει με τη ρωσίδα φίλη του, την Taitinger Blanc de Blanc.
Εκτός από τις σαμπάνιες όμως, ο Μποντ διαφήμισε και τα κρασιά, μεταξύ των οποίων κάποτε αναφέρθηκε και ένα ελληνικό. Από το τραπέζι του έχουν παρελάσει, το γνωστό ιταλικό Chianti που έπινε ο κακός στο Όριαν Εξπρές στην ταινία «Από τη Ρωσία με αγάπη». Το Mouton-Rothchild του ’55, που ήπιε στην ταινία «Τα διαμάντια είναι παντοτινά» και το ελληνικό «Λευκό Θεοτόκη» που ήπιε στην Κέρκυρα («Για τα μάτια σου μόνο»), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στις ταινίες του δεν έκαναν την εμφάνισή τους και οι βότκες, όπως η Smirnoff  και η Finlandia.
Εν ολίγοις, ο ήρωας, που κατάφερε επί μισό αιώνα να επιβιώσει στο κινηματογραφικό στερέωμα, είναι ένας άνθρωπος που μέσα από τις περιπέτειές του, τη ζωή του, τις συνήθειές του, τις προτιμήσεις και τις συνεργασίες του, έθεσε από πολύ νωρίς τις βάσεις για να αναπτυχθεί η έννοια του «ενιαίου», της «ομοιομορφίας» των καταναλωτικών συνηθειών και της παγκοσμιοποίησης, όπως την θεωρούμε σήμερα.
Μάλιστα, έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό η διαφήμιση κάποιων προϊόντων στις ταινίες του, που όσοι ασχολούνται με το «φαινόμενο Μποντ», όπως διάφορες λέσχες φανατικών θαυμαστών του και άλλοι ανά τον κόσμο, επισημαίνουν την τάση εκφυλισμού του ήρωα, μπροστά στην προβολή των προϊόντων, τα οποία τείνουν να έχουν μεγαλύτερη σημασία από τον ίδιο. Παρατηρείται δηλαδή το φαινόμενο, πριν βγει στις οθόνες κάποια ταινία του, να έχουν αρχίσει να διαφημίζονται τα «γκάτζετς» που χρησιμοποιεί. Πρόσφατα μάλιστα, η γνωστή εταιρεία ρολογιών Swatch εξέδωσε ολόκληρη σειρά μοντέλων, που βασίζει την ονομασία τους στα ονόματα των «κακών» (villains) των ταινιών του 007, παρόλο που στις ταινίες δεν έχει γίνει ποτέ αναφορά αυτής της μάρκας ρολογιών.
Επιπροσθέτως, η Sony ως παραγωγός εταιρεία φρόντισε να κρατήσει την πρώτη θέση στη λίστα των εταιρειών που εκμεταλλεύονται τον Μποντ. Πριν ακόμα από την προβολή της ταινίας Quantum of Solace, κατάφερε να κυκλοφορήσει το ομώνυμο βιντεοπαιχνίδι, ενώ στην ίδια ταινία ο ήρωας φαίνεται να χρησιμοποιεί ένα νέο κινητό τηλέφωνο, που κατασκεύασε η Sony μαζί με την Ericson. Παράλληλα, η Sony στην ίδια παρουσιάζει ταινία το νέο μοντέλο τηλεόρασης, το Bravia καθώς επίσης και το φορητό υπολογιστή  Vaio.
Εκτός από τη Sony, όμως πρόσφατα υπάρχουν και άλλες επιχειρήσεις που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το brand name «Μποντ», μεταξύ των οποίων και ο εκκολαπτόμενος οίκος ανδρικής μόδας Tom Ford, ο οποίος προσπαθεί να καθιερωθεί στην αγορά αντρικών ρούχων πολυτελείας με τη δημιουργία σειράς καταστημάτων όχι μόνο στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη, ενώ ακόμα και η ήδη γνωστή Coca-Cola έχει κλείσει συμφωνία για την προώθηση της light εκδοχής της, χρησιμοποιώντας τα δύο μηδενικά, που δίνουν στον Μποντ το δικαίωμα να σκοτώνει, για να διαφημίσει την Coca-Cola Zero.
Ανεξάρτητα πάντως από τα παραπάνω, ο Τζέιμς Μποντ, ο πράκτορας 007 της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας, εκτός από το γεγονός ότι κατάφερε να φέρει χρήματα στους παραγωγούς του μέσα από τις ταινίες του, προσδιόρισε την οικουμενικότητα όχι μόνο του εγκλήματος και της αντιμετώπισής του, αλλά επέβαλε και μια οικουμενική θεώρηση συμπεριφορών και εκφράσεων. Ενός life style γενικότερα, που απευθύνθηκε σε άντρες και γυναίκες (τα κορίτσια του) και προώθησε πολλά προϊόντα αποδεικνύοντας ότι το όνομα Μποντ υπήρξε διαμάντι πραγματικό.
Και «τα διαμάντια είναι παντοτινά». 
(Πηγές: Οι ταινίες του Τζέιμς Μποντ, που υπάρχουν στην ταινιοθήκη μου σε dvd και τα μυθιστορήματα του Ίαν Φλέμινγκ από τις εκδόσεις Pan Books στη βιβλιοθήκη μου). 
Φωτογραφίες: Από το Google-Εικόνες)

(Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην καθημερινή εφημερίδα Αμαρυσία 
από 26 Ιουλίου μέχρι 7 Αυγούστου 2012)