Τζέιμς Μποντ

Πρόκειται για τον μοναδικό ήρωα, από καταβολής κινηματογράφου, που κατάφερε να παραμείνει στην επιφάνεια πάνω από μισό αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου γυρίστηκαν 25 κινηματογραφικές ταινίες, εκ των οποίων οι δύο «εκτός σειράς» («Καζίνο Ρουαγιάλ» και «Ποτέ μη λες ποτέ»), καθώς και μια τηλεοπτική («Καζίνο Ρουαγιάλ» του 1953), όταν γράφτηκε το πρώτο και ομότιτλο βιβλίο από τον Ίαν Φλέμινγκ. 

Με το «φαινόμενο Μποντ» απασχολήθηκαν πολλοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, καθηγητές πανεπιστημίων και άλλοι, αφιερώνοντας χρόνο για να το αναλύσουν από κάθε άποψη. Υπάρχουν μελέτες ψυχαναλυτών για τον χαρακτήρα του και τη στάση του απέναντι στο άλλο φύλο, μελέτες στρατιωτικών για τον τρόπο που χειρίζεται τα όπλα και τις προτιμήσεις του πάνω σ΄ αυτά, μελέτες σημειολόγων πάνω στον τρόπο γραφής του πνευματικού του πατέρα και κριτικές κινηματογράφου. Επίσης, στον περιοδικό αλλά και στον ημερήσιο τύπο, υπάρχουν ολόκληρα αφιερώματα, για το στυλ των γυναικών που τον περιστοιχίζουν, για τον τρόπο που ντύνεται, που συμπεριφέρεται γενικά, για τα φαγητά που προτιμάει και για τα ποτά που πίνει ή για τα τσιγάρα που καπνίζει. 
Το αφιέρωμα αυτό αποπειράται να υπερβεί όλα τα προηγούμενα και να υποστηρίξει την άποψη ότι ο Μποντ μέσα από τον κινηματογράφο παγίωσε την έννοια της «παγκοσμιοποίησης» από τις πρώτες κιόλας ταινίες, που άρχισαν να προβάλλονται από το 1962, σε μια εποχή, που ο όρος δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί, παρόλο που η Δύση είχε αρχίσει σιγά-σιγά να λειτουργεί υπό καθεστώς παγκοσμιοποίησης από το 1944, όταν ο πρώτος που τον είχε χρησιμοποιήσει σε οικονομικό πλαίσιο ήταν ο Θίοντορ Λέβιτ στο βιβλίο του «Globalization of markets» (Harvard Business Review, 1983).
Ο Ίαν Φλέμινγκ βεβαίως, όταν δημοσίευε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1953, δεν είχε υπόψη του το Globalization of markets., αλλά έγραφε ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα με φόντο τις μυστικές υπηρεσίες και χαρακτηριστικά «noir», στο οποίο όπως όλα τα μυθιστορήματα του είδους, εκείνης της εποχής, είχε όλα τα συστατικά της συνταγής: Έναν μοναχικό ήρωα, μια μοιραία γυναίκα και τον απαραίτητο κακό της ιστορίας. 
Ο Φλέμινγκ ξεκίνησε να γράφει, επηρεασμένος και από τη θητεία του στην Υπηρεσία Πληροφοριών του Βρετανικού Ναυτικού, το μυθιστόρημά του  όμως εμφάνιζε μια διαφορά από όλα τα μέχρι τότε μυθιστορήματα του είδους: Τη διαφορά ότι ο Μποντ δεν ήταν άνθρωπος, ήταν ένας ήρωας χωρίς αισθήματα, χωρίς ηθικές αναστολές και το κυριότερο, χωρίς φιλοσοφικούς προβληματισμούς που θα μπορούσαν, μέχρι το τέλος μιας αφήγησης, να του δημιουργήσουν προβλήματα. 
Αυτό μάλιστα, ήταν και το στοιχείο που -μέχρι τότε- δυσκόλευε τη ζωή των ηρώων στα μυθιστορήματα άλλων συγγραφέων όπως του Ντάσιελ Χάμετ ή του Ρέιμον Τσάντλερ. Η ανθρώπινη υπόσταση των ηρώων τους, ήταν η αδυναμία τους απέναντι στον ήρωα του Φλέμινγκ. Μια αδυναμία, την οποία δεν διέθετε, διότι από το πρώτο κιόλας μυθιστόρημα, φάνηκε ότι θα εξελισσόταν με διαφορετικό τρόπο από τους άλλους ήρωες αστυνομικών μυθιστορημάτων ή μυθιστορημάτων κατασκοπίας.
Από το πρώτο μυθιστόρημα (το Καζίνο Ρουαγιάλ), ο Μποντ ακολούθησε σαν συμβουλή, τα λόγια του Ματίς ενός συναδέλφου του, ο οποίος του είχε πει κάποτε αναφερόμενος στους «κακούς»: «Τώρα πια ξέρεις πως είναι φτιαγμένοι και τι μπορούν να κάνουν στους άλλους...Περιβαλλόμαστε από ανθρώπινα όντα, αγαπητέ μου Τζέιμς... Είναι πιο εύκολο να πολεμήσουμε γι’ αυτούς, παρά για τους πρίγκιπες. Όμως... θα με απογοητεύσεις αν γίνεις και συ άνθρωπος. Θα χάσουμε μια υπέροχη μηχανή». 
Μετά από αυτό ο Μποντ, σε όλα τα υπόλοιπα μυθιστορήματα είναι εργατικός, πραγματικά σαν μηχανή. Εκτελεί τις αποστολές του με ακρίβεια, είναι ψυχρός και κυνικός (με μια δόση χιούμορ, που δεν το χάνει ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές) και πότε–πότε μπορούμε να πούμε ότι σκέφτεται κιόλας. 
Το «δυνατό» αυτό σημείο συνέλαβαν και οι σεναριογράφοι των ταινιών, γι’ αυτό και οι ταινίες του, από την πρώτη (Εναντίον Δόκτορος Νο) μέχρι την τελευταία (Spectre - 2016), είναι γεμάτες δράση, με ελάχιστες σκηνές στοχασμού πάνω στη ζωή και το θάνατο, ή την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Μακριά από αυτόν τέτοιες φιλοσοφικές αναζητήσεις. 
Ο Μποντ, με την «άδεια να σκοτώνει» (τα δύο μηδενικά πριν από τον αριθμό 7), δουλεύει για να ζει στην κυριολεξία μιας κάνει προσπάθειες να μη τον σκοτώσουν. Εργάζεται υπερβολικά επικίνδυνα, γι αυτό και απολαμβάνει μια πλούσια ζωή, επειδή δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει. Ταξιδεύει παντού, γνωρίζει κόσμο και ειδικά γυναίκες. Ντύνεται πάντα στην μόδα της εποχής που γίνονται τα γυρίσματα των ταινιών. Οδηγεί καινούργια αυτοκίνητα και τέλος, εξολοθρεύει τους αντιπάλους του ευχαρίστως, κατόπιν εντολής και όχι επειδή ενοχλούνται τα προσωπικά πιστεύω και οι ιδέες του, αν και στα τελευταία φιλμ μερικές υποθέσεις τις παίρνει προσωπικές και προσπαθεί να εκδικηθεί. 
Είναι ένας ήρωας-μηχανή και ταυτόχρονα ένας ήρωας χωρίς σύνορα, για τον οποίο έχει αποδειχθεί ότι ο κόσμος μας δεν είναι αρκετός. Ύστερα απ’ όλα αυτά, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος εάν ο Μποντ είναι «γνήσιο τέκνο της παγκοσμιοποίησης»; Αν λάβουμε υπόψη ο όρος «παγκοσμιοποίηση» την πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε (1944) ήταν μόνο για οικονομικούς λόγους, τότε η απάντηση είναι καταφατική. Ο Μποντ όχι απλά είναι γνήσιο τέκνο της, αλλά από το 1962 που εμφανίστηκε στον κινηματογράφο είναι ο εκφραστής της παγκοσμιοποίησης και ένα λαϊκό μέσο για τη διάδοσή της και την ευρύτερη χρήση του όρου σε πολλούς τομείς. 
Υπήρξε ο πρώτος φανταστικός ήρωας, που «απεικόνισε» τον όρο Παγκοσμιοποίηση και προετοίμασε, μέσα από τις περιπέτειές του, το κινηματογραφικό κοινό να αποδεχθεί τα χαρακτηριστικά της, αφού πρώτος τα πρόβαλε μέσα από τη ζωή του, τις συνήθειές και τις περιπέτειές του.  Αυτό καθεαυτό το περιεχόμενο των περιπετειών του, ενέχει μια παγκοσμιότητα.
* * *
Όλοι οι αντίπαλοι του Μποντ, δεν είναι κάποιοι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου της πατρίδας του, αλλά άνθρωποι και ομάδες ανθρώπων που κινούνται και δρουν οικουμενικά. Επίσης, ο απώτερος σκοπός των περισσότερων από αυτούς είναι η παγκόσμια επικράτησή τους ή η μονοπώληση κάποιου επιτεύγματος και κάποιας ανακάλυψης, δικής τους ή κάποιου άλλου. 
Βλέποντας σήμερα τις ταινίες του, διαπιστώνει κανείς πόσο προφητικές, ή και πόσο δημιουργικές υπήρξαν όταν από το 1962 ασχολούνταν με θέματα, τα οποία αργότερα θα λέγαμε ότι συνολικά απαρτίζουν το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. 
Ένα από αυτά, είναι ο ανταγωνισμός, ο οποίος στις ταινίες του εμφανίζεται, είτε σε ατομικό επίπεδο, είτε σε συλλογικό. Παρουσιάζεται δε, ως ανεξέλεγκτος δημιουργώντας ακόμα και εγκληματικές καταστάσεις. 
Έπρεπε, να φτάσουμε στην 11η Σεπτεμβρίου 2001 για να μιλήσουμε για την παγκοσμιοποίηση της τρομοκρατίας, όταν μέσα από τις ταινίες του Μποντ παραδίδονταν μαθήματα γι’ αυτήν, και μάλιστα από την πρώτη ταινία του 1962, στην οποία ο Δρ Νο προσπαθεί να πάρει τον έλεγχο των δορυφόρων στο διάστημα, υπέρ μιας πολυεθνικής (όπως θα την αποκαλούσαμε σήμερα) εγκληματικής οργάνωσης με έδρα το Παρίσι, της SPECTRE (Special Executive for Counter-intelligence, Terrorism, Revenge and Extortion).
Το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, είναι κύριο χαρακτηριστικό όλων των ταινιών του, στις οποίες μεμονωμένα άτομα ή ομάδες συμφερόντων, ασχολούνται με το εμπόριο όπλων, ναρκωτικών, διαμαντιών, πετρελαίου ακόμα και του πόσιμου νερού. Επίσης, άτομα, που επιδιώκουν τη συγκέντρωση των μέσων ενημέρωσης στα χέρια τους, ή επιθυμούν τον έλεγχο της διεθνούς οικονομίας. 
Σε ατομικό επίπεδο, η μονοπώληση και ο έλεγχος της διεθνούς οικονομίας στις ταινίες του Μποντ, έχουν εκφραστές μια σειρά από «εξαιρετικές» προσωπικότητες. Πρώτος ο Goldfinger («Χρυσοδάκτυλος» - 1964), θέλει να προκαλέσει διεθνή οικονομική κρίση καθιστώντας ραδιενεργό το χρυσάφι του Θησαυροφυλακίου των Ηνωμένων Πολιτειών στο Fort Knox. 
Μετά, ο Ερνέστος - Σταύρος Μπλόφελντ, που επιδιώκει μια παγκόσμια οικονομική κρίση δηλητηριάζοντας τις καλλιέργειες δημητριακών και την κτηνοτροφία των κρατών («Στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητας» - 1969). 
Κατόπιν, έχουμε τον Μαξ Ζόριν, που θέλει να καταστρέψει το κέντρο της παγκόσμιας παραγωγής μικροτσίπ, τη Σίλικον Βάλεϊ της Καλιφόρνιας, ώστε να επικρατήσει παγκοσμίως στο χώρο των ηλεκτρονικών υπολογιστών («Επιχείρηση κινούμενος στόχος» του 1985). 
Αργότερα, ο μεγαλοεκδότης Κάρβερ, θέλει να συγκεντρώσει όλα τα μέσα ενημέρωσης στα χέρια του εκμηδενίζοντας κάθε άλλο συγκρότημα τύπου και τηλεόρασης, δημιουργώντας παγκόσμιες κρίσεις ώστε να τις προβάλλει την πρώτος από την εφημερίδα του και τα κανάλια του. Μια εφημερίδα που έχει τον προκλητικό τίτλο «Αύριο» και tagline «διαβάζεις σήμερα τα νέα του αύριο» («Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει» του 1997).
Από την άλλη πλευρά, σε συλλογικό και οικουμενικό επίπεδο, μία οργάνωση είναι η μεγάλη αντίπαλος και εκφραστής του ανταγωνισμού παγκοσμίως, στις περιπέτειες του Μποντ: Η SPECTRE, που στόχος της είναι πάντοτε η οικονομική και πολιτική αστάθεια, ώστε να μπορεί να επιβάλλει τα συμφέροντά της, αλλά και τα συμφέροντα των χρηματοδοτών, που καλύπτονται από πίσω της. Ο τρόπος που λειτουργεί σε όλα τα σημεία του πλανήτη, αποδεικνύει ότι είναι μια άριστα οργανωμένη πολυεθνική επιχείρηση με υποκαταστήματα και πράκτορες σε όλες τις χώρες.
Είναι αυτή που κλέβει ένα ολόκληρο αεροπλάνο με πυρηνικό οπλισμό  στην «Επιχείρηση κεραυνός» (1965), με στόχο την διεθνή αστάθεια και το κέρδος από την πώληση της τεχνολογίας του συγκεκριμένου αεροσκάφους σε άλλη υπερδύναμη. 
Είναι εκείνη, επίσης, που αναγκάζει τον Μποντ, να γίνει μέχρι αστροναύτης, στην «Επιχείρηση Moonraker» (1979), σε μια προσπάθειά της να κυριαρχήσει στο διάστημα.
Εκτός όμως από αυτή την οργάνωση, υπάρχουν και άλλες μικρότερες, αλλά εξ ίσου επικίνδυνες οργανώσεις. Μία από αυτές θέλει να ελέγξει το παγκόσμιο εμπόριο διαμαντιών, στην ταινία τα «Διαμάντια είναι παντοτινά» (1971), ενώ μια άλλη το εμπόριο όπλων για τα οποία ο Μποντ, («Με το δάκτυλο στη σκανδάλη» - 1987), φτάνει μέχρι το Αφγανιστάν. 
Επίσης, είναι και άλλη μια, που θέλει να ελέγξει την παγκόσμια αγορά ναρκωτικών, («Προσωπική εκδίκηση» - 1989), στην οποία ο Μποντ φτάνει μέχρι την Κεντρική Αμερική και βρίσκεται αντιμέτωπος με τα καρτέλ των ναρκωτικών. Τέλος, είναι και ακόμα μια πολυεθνική που ασχολείται με αγορά πετρελαίου, για την οποία ο Μποντ φτάνει μέχρι τη Σιβηρία, («Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» - 1995).
* * *
Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό των περιπετειών του, στην αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος είναι ότι τα προβλήματα, που καλείται να αντιμετωπίσει ο Μποντ, είναι πάντοτε παγκόσμια, οικουμενικά και δεν περιορίζονται στη χώρα από την οποία κατάγεται και χάριν της οποίας εργάζεται. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχουν «κακοί» στη χώρα του. Οι κακοί είναι όλοι «αλλοδαποί».
Εκτός αυτού όμως, οι κυβερνήσεις όλων των άλλων χωρών, εμφανίζονται αδύναμες για την επίλυση αυτών των προβλημάτων. Για την αντιμετώπιση αυτής της «παγκόσμιας τρομοκρατίας». Αυτό πολλές φορές δεν το επιτυγχάνει μόνος του, αλλά συνήθως με τη βοήθεια και ενός άλλου πράκτορα, ο οποίος δεν ανήκει στη βρετανική μυστική υπηρεσία, αλλά στην αμερικανική CIA. Αυτός είναι ο Φέλιξ Λάιτερ, που κάνει την εμφάνισή του από την πρώτη κιόλας ταινία, χαράσσοντας έτσι το δρόμο στην διακρατική συνεργασία, για την αντιμετώπιση του παγκοσμιοποιημένου εγκλήματος. 
Η συνεργασία του βρετανού Μποντ με τον αμερικανό Λάιτερ θέτουν τις βάσεις για την από κοινού αντιμετώπιση του παγκόσμιου εγκλήματος και προφητεύουν (προετοιμάζουν) τον θεατή για μια παγκόσμια υπερδύναμη που θα πρέπει να αστυνομεύει τον πλανήτη. Όταν ο 007 έχει βρεθεί, πλέον μόνος του μέσα στο άντρο του αντιπάλου και βρίσκεται λίγες μόνον στιγμές, πριν την οριστική εκκαθάριση, τότε καταφθάνει η βοήθεια από τον αμερικανό Λάιτερ, ο οποίος μέσα από τη CIA, έχει ειδοποιήσει τον αμερικανικό στρατό, το ναυτικό ή την αεροπορία να καταφέρουν το τελειωτικό χτύπημα. Όπως το ιππικό, που έφτανε πάντοτε στην κρίσιμη στιγμή στις παλιές ταινίες γουέστερν. 
* * *
Ίσως σ’ αυτό το σημείο, μπορεί να τεθεί ένα ερώτημα, που απασχολεί κινηματογραφόφιλους και μη: Η κινηματογραφική τέχνη αντιγράφει τη ζωή, ή η ζωή την τέχνη. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συζητηθεί εδώ. Η ουσία είναι ότι από το 1962 οι ταινίες με πρωταγωνιστή τον πράκτορα 007, έθεσαν τις βάσεις για την παγκοσμιοποίηση, όπως την ξέρουμε και την εννοούμε σήμερα.
Οι ταινίες αυτές, για να τις θυμηθούμε με τη σειρά, είναι: 
1.«Πράκτωρ 007 εναντίον Δόκτορος Νο» (Dr. No, 1962)
2.«Πράκτωρ 007 σε παγίδα» (From Russia with love, 1963)
3.«Επιχείρηση Χρυσοδάκτυλος» (Goldfinger, 1964)
4.«Επιχείρηση κεραυνός» (Thunderball, 1965)
5.«Ζεις μονάχα δύο φορές» (You only live twice, 1967)
6.«Στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητας» (On Her Majesty’ s Secret Service, 1969)
7.«Τα διαμάντια είναι παντοτινά» (Diamonds are forever, 1971)
8.«Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθαίνουν» (Live and let die, 1973)
9.«Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι» (The man with the golden gun, 1974)
10.«Η κατάσκοπος που μ’ αγάπησε» (The spy who loved me, 1977)
11.«Επιχείρηση Moonraker» (Moonraker, 1979)
12.«Για τα μάτια σου μόνο» (For your eyes only,1981) 
13.«Επιχείρηση Octopussy» (Octopussy, 1983)
14.«Επιχείρηση κινούμενος στόχος» (A view to a kill, 1985) 
15.«Με το δάκτυλο στην σκανδάλη» (The living daulights, 1987)
16.«Προσωπική εκδίκηση» (Licence to kill, 1989)
17.«Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» (Goldeneye, 1995)
18.«Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει» (Tomorrow never dies, 1997)
19.«Ο κόσμος δεν είναι αρκετός» (The world is not enough, 1999) 
20.«Πέθανε μια άλλη μέρα» (Die another day, 2002)
21.«Casino Royal» (2006) 
22.«Quantum of solace» (2008)
23.«SPECTRE» (2015)
Ο Μποντ είναι ένας πολυταξιδεμένος πράκτορας της βρετανικής ΜΙ6, για τον οποίον δεν υπάρχει συγκεκριμένο γραφείο. Σε όλες τις ταινίες δεν φαίνεται ποτέ να διαθέτει δικό του γραφείο, αλλά πάντα τον εμφανίζεται ως επισκέπτης του γραφείου του αρχηγού του «Μ», από τον οποίο παίρνει εντολές και μετά ξεκινά για την εκτέλεση της αποστολής του. Μάταια η Μανιπένι η γραμματέας του αρχηγού, περιμένει κάποιο ραντεβού μαζί του. Ο Μποντ πάντοτε μπαίνει στο γραφείο, παίρνει εντολές και φεύγει για ταξίδι. 
Έτσι, από την πρώτη του κιόλας περιπέτεια εναντίον του Δόκτορος Νο, εγκαταλείπει το Λονδίνο και μετά από μια μικρή στάση στο Μαϊάμι τον συναντάμε στη Τζαμάικα, πρώην βρετανική αποικία, όπου θα αντιμετωπίσει τον σατανικό Δόκτορα, που βρίσκεται οχυρωμένος στο νησί Κραμπ Κι. 
Ένα χρόνο αργότερα, το 1963 στην ταινία «Από τη Ρωσία με αγάπη» ο Μποντ θα επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου θα   πρέπει να φυγαδεύσει έναν αποκωδικοποιητή και μία ρωσίδα στο Λονδίνο χρησιμοποιώντας το γνωστό Όριαν Εξπρές. Ταξιδεύοντας με τρένο και διασχίζοντας τα Βαλκάνια θα φτάσει στη Βενετία, αφού προηγουμένως θα κάνει και σταθμό στην Ειδομένη, που είναι και η πρώτη του επαφή με την Ελλάδα. Στην ταινία αυτή, ο Μποντ συναναστρέφεται με τσιγγάνους, τους οποίους και βοηθά κατά τη διάρκεια μιας αιματηρής συμπλοκής τους με άλλη ομάδα τσιγγάνων, αποδεικνύοντας ότι δεν διακατέχεται από ρατσισμό και είναι έτοιμος να δεχθεί νέες κουλτούρες, ή να προωθήσει τη δική του.
Την επόμενη χρονιά, το 1964 στην «Επιχείρηση Χρυσοδάκτυλος», ο Μποντ θα επιστρέψει στο Μαϊάμι στο ξενοδοχείο Φοντενεμπλό, όπου θα ανακαλύψει τυχαία τον μεγαλοεπιχειρηματία Όρικ Γκολντφίνγκερ να κλέβει στα χαρτιά, με τη βοήθεια μιας όμορφης νέας κοπέλας. Εκείνη τη χρονιά το διαβατήριό του, θα αποκτήσει πολλές σφραγίδες. Ακολουθώντας τον Χρυσοδάκτυλο, θα φτάσει πρώτα μέχρι το Κεντάκι, όπου εδρεύει το Θησαυροφυλάκιο των ΗΠΑ με όλα τα αποθέματα χρυσού και στη συνέχεια μέχρι τη Γενεύη, όπου και η έδρα των επιχειρήσεων του Χρυσοδάκτυλου.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει μία παγκόσμια οικονομική συνωμοσία, ο Μποντ θα επιστρέψει στην Αμερική την ίδια χρονιά και θα πάει στην Ουάσιγκτον, ενώ την επόμενη χρονιά, το 1965 στην ταινία «Επιχείρηση Κεραυνός», θα τον συναντήσουμε στο Νασάου στις Μπαχάμες και αφού προηγουμένως έχει περάσει από το Σατό Ντ’ Αρνέ της Γαλλίας.
Το 1967 τον συναντούμε στην Άπω Ανατολή («Ζεις μονάχα δυο φορές»), όπου αποκτά νέες εμπειρίες, απέναντι σε μια άλλη αναπτυσσόμενη κοινωνία και όπου μεταμφιεσμένος τελεί εικονικό γάμο, στο ιαπωνικό νησάκι Άμα. 
Εκεί θα γνωρίσει για πρώτη φορά και τον αρχηγό της SPECTRE, ο οποίος είναι γνήσιο τέκνο της παγκοσμιοποίησης και των ανοικτών συνόρων, αφού για την καταγωγή του ερίζουν αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Έχει ελληνίδα μητέρα και ονομάζεται Ερνέστος - Σταύρος Μπλόφελντ.
Ύστερα από δύο χρόνια, το 1969, ο Μποντ στη ταινία «Στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητας», θα παντρευτεί πραγματικά αυτή τη φορά, στην Ιταλία μια ισπανίδα κοντέσα, αλλά θα μείνει χήρος πολύ γρήγορα. Έτσι κυνηγώντας τους δολοφόνους της γυναίκας του και τον Μπλόφελντ θα φτάσει μέχρι τις Ελβετικές Άλπεις. 
Το 1971, ύστερα από τα χιόνια των Άλπεων, θα επισκεφθεί το Λας Βέγκας στη ζεστή και υγρή έρημο της Νεβάδα, και στη συνέχεια θα πάει στο Λος Άντζελες («Τα διαμάντια είναι παντοτινά»). Το ταξίδι του αυτό, το έχει ξεκινήσει από το Άμστερνταμ της Ολλανδίας κάνοντας μάλιστα και ένα πέρασμα από την Αίγυπτο, ακολουθώντας το δρομολόγιο του εμπορίου διαμαντιών.
Το 1973, επιστρέφει στις ΗΠΑ, στους κακόφημους δρόμους του Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, αποδεικνύοντας και αυτή τη φορά ότι δεν είναι ρατσιστής, αφού βοηθά και τον βοηθούν μαύροι. Από τη Νέα Υόρκη, θα φύγει προς Νέα Ορλεάνη στη Λουϊζιάνα, όπου θα έλθει αντιμέτωπος με τους «κακούς» που τον προορίζουν για τροφή στους κροκόδειλους  
Η Ταϋλάνδη, αλλά και τα νησιά Πουκέ δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τα ταξίδια του. Έτσι το 1974, ο Μποντ έχει να αντιμετωπίσει τον Σκαραμάγκα στην ταινία «Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι» ταξιδεύοντας εκεί με προηγούμενο σταθμό τη Βηρυτό και το Χονγκ-Κονγκ.  
Μετά από τρία χρόνια απουσίας, αναμενόμενο ήταν στην επόμενη περιπέτειά του το 1977, ο Μποντ να ξεσπαθώσει ταξιδεύοντας σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο με την ταινία «Η κατάσκοπος που μ’ αγάπησε». Χώρες που επισκέπτεται, ή ενδιάμεσοι σταθμοί, προκειμένου να εντοπίσει ένα ολόκληρο τάνκερ είναι οι: Αίγυπτος, Μπαχάμες, Ταϋλάνδη, Σαρδηνία και Αυστρία.
Αργότερα και συγκεκριμένα μετά από δύο χρόνια, το 1981 στην ταινία «Για τα μάτια σου μόνο», επισκέπτεται την Ελλάδα, όπου στην Κέρκυρα συναντά την εφοπλιστική οικογένεια του Χριστάτου, η κόρη του οποίου ονομάζεται Μελίνα και μαζί της ταξιδεύει από την Κρήτη μέχρι τα Μετέωρα.
Από τα ταξίδια του σε αυτή την περιπέτεια, δεν μπορούσε να λείπει μια επίσκεψη στο διχοτομημένο Βερολίνο, λίγο πριν φύγει και πάλι για την Άπω Ανατολή, όπου μεταξύ άλλων επισκέπτεται το Νέο Δελχί στις Ινδίες, στο πλαίσιο της αποστολής του «Επιχείρηση Octopussy» το 1983.
Δεν θα ήταν δυνατόν να συνδυαστούν η ιδέα της παγκοσμιοποίησης και του Μεγάλου Χωριού, εάν μεταξύ των ταξιδιών του δεν συμπεριλαμβάνονταν και ένα ταξίδι στη Σίλικον Βάλλεϊ της Καλιφόρνιας, την έδρα των περισσότερων εταιρειών ψηφιακής τεχνολογίας. Εδώ επιτελείται μια οικονομική συνωμοσία και ο μυστικός πράκτορας καλείται να δώσει λύση, αφού προηγουμένως ξεκαθαρίσει κάποιους λογαριασμούς στο Παρίσι, αλλά και στη Σιβηρία με την αποστολή του «Επιχείρηση κινούμενος στόχος» (1985).
Μετά από δύο χρόνια θα αναγκαστεί να ταξιδέψει από την «παραγωγική» έρημο της Καλιφόρνιας. στην άνυδρη έρημο του αφρικανικού Μαρόκου («Με το δάκτυλο στην σκανδάλη», 1987)  και αφού προηγουμένως έχει περάσει από το Αφγανιστάν και τη Τσεχοσλοβακία, ενώ θα έχει και μια μικρή περιπέτεια στο Γιβλαλτάρ.
Δύο χρόνια αργότερα, θα επισκεφθεί τη Νότιο Αμερική, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα ισχυρά καρτέλ ναρκωτικών, παρά το γεγονός ότι η υπηρεσία του τον έχει αφήσει ακάλυπτο, αφαιρώντας του το δικαίωμα να σκοτώνει («Προσωπική εκδίκηση», 1989).
Μετά από λίγα χρόνια απουσίας (1995) και ενώ εν τω μεταξύ η Σοβιετική Ένωση έχει διαλυθεί φέρνοντας και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο Μποντ πιάνει και πάλι δουλειά, αναλαμβάνοντας την «Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» και αυτή τη φορά επισκέπτεται τη Ρωσία, όπου κινείται με υπερβολικά μεγάλη άνεση και αφού προηγουμένως έχει πάει μέχρι τη Κούβα, αλλά και το Μόντε Κάρλο. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχουν αρχίσει να πέφτουν και τα σύνορα.
Η Νέα Οικονομία έχει αρχίσει να διαγράφεται στον ορίζοντα και ό,τι έχει καθιερώσει τόσα χρόνια ο κινηματογραφικός χαρακτήρας πρέπει τώρα να παγιωθεί. Βρισκόμαστε στο 1997 και ο νέος αντίπαλος του Μποντ είναι ένας μεγαλοεκδότης επ’ ονόματι Κάρβερ, ο οποίος αντί να περιμένει κάτι να συμβεί, δημιουργεί καταστροφές για να τις κάνει πρώτος και καλύτερος, πρωτοσέλιδες. Επόμενο είναι ο Μποντ να αναγκασθεί να ταξιδέψει και πάλι απ’ άκρου εις άκρον την υδρόγειο  και συγκεκριμένα από το Αμβούργο μέχρι τη Σαϊγκόν («Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει»).
Το 1999 θα ταξιδέψει μέχρι το Αζερμπαϊτζάν της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να λύσει προβλήματα που δημιουργούνται στο μονοπώλιο του πετρελαίου από μια πολυεθνική συμμορία («Ο κόσμος δεν είναι αρκετός»), ενώ το 2002 θα επισκεφθεί την Κούβα και την παγωμένη Ισλανδία, προκειμένου να εξαρθρώσει για άλλη μια φορά ένα κύκλωμα πλαστών διαμαντιών και έναν άνθρωπο που θέλει να κυριεύσει τον κόσμο χρησιμοποιώντας υψηλή τεχνολογία.
Το 2006 αντίπαλος του Μποντ είναι ένας παγκοσμίου φήμης χαρτοπαίκτης, ο Λε Σιφρ, ο οποίος διαχειρίζεται τα χρήματα ενός παγκόσμιου δικτύου τρομοκρατών. Προκειμένου να τον αντιμετωπίσει ο Μποντ θα ξεκινήσει από τη Μαγαδασκάρη για να ταξιδέψει από τις Μπαχάμες στην Πράγα και το Κάρλοβι Βάρι στην Τσεχία (Καζίνο Ρουαγιάλ) και από εκεί στη λίμνη Κόμο και τη Βενετία της Ιταλίας.
Στη συνέχεια, το 2008 κυνηγώντας τον Ντομινίκ Γκριν, έναν δήθεν οικολόγο, οποίος όμως  στην πραγματικότητα θέλει να επιφέρει ξηρασία στη Βολιβία για να της πουλήσει το νερό που συγκεντρώνει, επισκέπτεται και πάλι τη Νότιο Αμερική, αφού έχει προηγουμένως μια εξωφρενική καταδίωξη στην πιο ρομαντική πόλη της Ιταλίας τη Σιένα και ενώ θα έχει περάσει μια βόλτα από την Αϊτή.
Τέλος, το 2015 ένα μήνυμα από το παρελθόν στέλνει τον Μποντ στην Πόλη του Μεξικού, ύστερα στη Ρώμη, όπου εισχωρεί σε μία συνάντηση της περιβόητης οργάνωσης, SPECTRE κατόπιν στη Σαγκάη και στην Κωνσταντινούπολη, για να επιστρέψει στο Λονδίνο και στη Σκωτία.
Τι άλλο χρειάζεται πλέον, για να αποδειχθεί ότι ο Μποντ είναι ο πιο πολυταξιδεμένος, ο «παγκοσμιοποιημένος» μυστικός πράκτορας του κινηματογράφου;
(Αφιέρωμα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην καθημερινή Αμαρυσία με αφορμή την προβολή της ταινίας SPECTRE)