30/3/20

«Ζωντανός θρύλος» του Richard Matheson

Επειδή πολλά λέγονται και ακούγονται για δυστοπικά μυθιστορήματα και ταινίες μεταποκαλυπτικές, όπου περιγράφονται καταστάσεις σαν κι αυτές που ζούμε αυτές τις μέρες με τον κορωνοϊό θα αναφερθώ σε ένα βιβλίο που γράφτηκε το 1954 και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο δυο φορές: το 1971 με τον ελληνικό τίτλο «Ο τελευταίος άνθρωπος στη Γη» (The Omega Man) του Μπόρις Σέιγκαλ και πρωταγωνιστή τον Τσάρλτον Ίστον και το 2007 με τίτλο «Ζωντανός θρύλος» (I am Legend) του Φράνσις Λόρενς και πρωταγωνιστή τον Γουίλ Σμιθ.

Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Ζωντανός θρύλος» του Richard Matheson (εκδόσεις Οξύ, 2001)  με ήρωα τον Ρόμπερτ Νέβιλ ως μοναδικό επιζόντα μιας φονικής πανδημίας που σαρώνει τον κόσμο τον Ιανουάριο του 1976 (μελλοντικός χρόνος για ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1954).
Ο Νέβιλ 36 ετών και αγγλογερμανικής καταγωγής μένει σε μια μονοκατοικία της οδού Σίμαρον σε προάστιο του Λος Άντζελες, η οποία περιβάλλεται από ένα τεράστιο κήπο, ο οποίος κοντά στο φράχτη είναι αποψιλωμένος ώστε να μπορεί να βλέπει «εκείνους» που προσπαθούν να του παραβιάσουν την ιδιωτικότητα μόλις πέφτει ο ήλιος. 
«Εκείνοι» είναι άνθρωποι της γειτονιάς του και άλλων περιφερειών που συγκεντρώνονται μπροστά στο σπίτι του έχοντας επικεφαλής το γείτονά του Μπεν Κόρτμαν, ο οποίος μόλις πέφτει ο ήλιος αρχίζει να του φωνάζει «Βγες έξω Νέβιλ». Όλοι αυτοί δεν πέθαναν από τον ιό, αλλά για κάποιο άγνωστο λόγο ο ιός τους έχει μετατρέψει σε φωτοευαίσθητα όντα. Έτσι κυκλοφορούν μόνο τη νύχτα, αναγκάζοντας τον Νέβιλ να τηρεί αντίθετο ωράριο. 
Ο Νέβιλ ως βιοχημικός γλίτωσε από τον ιό όταν ξέσπασε, επειδή ήταν στο εργαστήριό του με τη φόρμα του και τώρα προσπαθεί τις ελεύθερες ώρες του να βρει ποιο ήταν το αντίδοτο για την επιβίωσή του, ή τι αντισώματα ανέπτυξε
Έχει μετατρέψει το σπίτι του κατά το ήμισυ σε μικροβιολογικό εργαστήριο και κατά το υπόλοιπο σε συνεργείο. Έχει καρφώσει τα παράθυρα και τις εξώπορτες και όταν εργάζεται τα βράδια προσπαθεί να μην ακούει τις φωνές «εκείνων» που του ουρλιάζουν να βγει, ακούγοντας Μπετόβεν (5η, 7η και 9η) από βινύλια, ενώ δεν παύει να ρίχνει ματιές στο αμυντικό του σύστημα. Όπλα του; Τα πάντα. Ό,τι μπορεί να προμηθευτεί από τα τεράστια σουπερμάρκετ που επισκέπτεται τα πρωινά με το στέισον βάγκον του. Σουπερμάρκετ έρημα και φυσικά τα περισσότερα άδεια από τρόφιμα από το πλιάτσικο «εκείνων» που έχουν ζήσει. Ο Νέβιλ έχει προλάβει με το αυτοκίνητό του να περισώσει κάποιες τροφές, αλλά διαθέτει και κήπο με καλλιέργειες. 
Ο Νέβιλ κάθε πρωί βγαίνει με το αυτοκίνητό του και με ένα χαρτάκι που έχει σημειώσει τι του χρειάζεται (ένας τόρνος, μια γεννήτρια, κάποιο άλλο εργαλείο, ένα όπλο, πασσάλους) επισκέπτεται σουπερμάρκετ και καταστήματα. Τους πασσάλους τους μαζεύει, επειδή έχει διαβάσει το «Κόμης Δράκουλας» του Μπράαμ Στόουκερ (και συνεχίζει να το συμβουλεύεται) και έχει περάσει από το μυαλό του, ότι όλοι «εκείνοι» που περικυκλώνουν το σπίτι του ουρλιάζοντας, μπορεί κάποια στιγμή να βρικολακιάσουν και να μπουκάρουν να του πιούν το αίμα. Προς το παρόν, δεν έχουν μπουκάρει επειδή φοβούνται το όπλο του. Έχει σκοτώσει μερικούς και οι άλλοι δύσκολα εφορμούν. Ως πότε όμως; 
Αυτή είναι η ζωή του Νέβιλ στο μυθιστόρημα, στα κεφάλαια του οποίου διαβάζουμε και για το παρελθόν του και για το πώς έφτασε σ’ αυτό το σημείο, ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο μαθαίνουμε το λόγο που θεωρείται «ζωντανός θρύλος». Επειδή διαφέρει και δεν πρέπει. Πρέπει να ενταχθεί στο σύστημα «εκείνων» που περιτριγυρίζουν το σπίτι του και το καταφύγιό του.
Μια αλληγορία, ένα αρκετά ενδιαφέρον μυθιστόρημα επιβίωσης, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για τις δύο ταινίες που ανέφερα στον πρόλογο, αλλά και την έμπνευση για δεκάδες άλλες με ζόμπι αργότερα. 
Με δυο λόγια: 
Ένας σκηνοθέτης που επηρεάστηκε από το μυθιστόρημα «I am Legend» ήταν ο Τζορτζ Ρομέρο. Το 1968 κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους η ταινία του «Η νύχτα των ζωντανών νεκρών» (Night of the Living Dead), που έμελλε να αλλάξει τα κινηματογραφικά δεδομένα τρόμου και φρίκης. Τα ζόμπι σ’ αυτή την ταινία έρχονται τη νύχτα, έχοντας αναστηθεί μυστηριωδώς και μοναδικός τους στόχος είναι να τραφούν. Πουλώντας τρόμο, ο Ρομέρο έκανε ταυτόχρονα και κοινωνικό σχολιασμό, ιδιαίτερα της καταναλωτικής κοινωνίας της αφθονίας. 
Αυτό φάνηκε περισσότερο στις δυο επόμενες ταινίες του (Dawn of the Dead το 1978 και του Day of the Dead του 1985), όπου οι πρωταγωνιστές είναι κλεισμένοι μέσα σε εμπορικά καταστήματα και αντί να οργανώνονται κατά των ζόμπι, αλληλοκατηγορούνται και σκοτώνονται μεταξύ τους. 
Μέσα από τις ταινίες αυτές ο Ρομέρο καυτηριάζει τις ανθρώπινες αδυναμίες. Κάθε άνθρωπος κρύβει ένα τέρας μέσα του, λέει ο Ρομέρο, και τα ζόμπι είμαστε εμείς οι ίδιοι, επισημαίνει δε ότι η ανθρωπότητα θα αυτοκαταστρεφόταν τελικά, αν δεν σταματούσε να πολεμάει τον ίδιο της τον εαυτό.