4/12/17

Κριτική και επιείκεια

Πριν καιρό, με αφορμή την ταινία «The house», η εφημερίδα The Guardian λαβαίνοντας υπόψη και τις δηλώσεις των πρωταγωνιστών της Γουίλ Φέρερ και Έιμι Πόλερ, ανέφερε στην κριτική της ότι η ταινία είναι «μάπα» ή «πατάτα» (flop) και σε ένα σύντομο άρθρο παρέθετε πέντε στοιχεία, από τα οποία ο υποψήφιος θεατής μπορεί να καταλάβει ότι μια ταινία είναι «μάπα» ακόμα και πριν τη δει. Να σημειώσω εδώ ότι η ταινία προβλήθηκε στην Ελλάδα στις 27 Ιουλίου 2017 με τον τίτλο «Επιχείρηση: Καζίνο» και δεν έτυχε ενθουσιώδους κριτικής.
Ας δούμε αναλυτικά, τα πέντε στοιχεία κατά τον Guardian τα οποία -συμπληρώνω ότι δεν είναι ανάγκη να συντρέχουν όλα- για να καταλάβεις καλέ μου αναγνώστη ή αναγνώστρια ότι η ταινία δεν βλέπεται:
Πρώτο στοιχείο είναι το «εμπάργκο» στις κριτικές: Αν πλησιάζει η μέρα της κυκλοφορίας της ταινίας και δεν έχετε διαβάσει ούτε ίχνος κριτικής σε εφημερίδες και περιοδικά, αναφέρει ο Guardian, αυτό σημαίνει πως η εταιρία παραγωγής έχει κάνει «εμπάργκο» για να αποφύγει  το «θάψιμο» από τους κριτικούς. Τους έχει ζητήσει, δηλαδή, με ευγενικό τρόπο, να μη γράψουν τίποτα πριν την πρώτη μέρα εξόδου της στους κινηματογράφους.
Δεύτερο στοιχείο είναι η μικρή διάρκεια της ταινίας: Αν η ταινία έχει διάρκεια μικρότερη των 90 λεπτών, γράφει ο Guardian, το πιθανότερο είναι (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων)  ότι την έχουν πετσοκόψει στο τελικό μοντάζ μήπως γίνει «πιο πυκνή»  για να βλέπεται. 
Το τρίτο στοιχείο είναι οι φήμες, που κυκλοφορούν σχετικά με την παραγωγή της: Άλλαξε η ημερομηνία κυκλοφορίας; Έχουμε επιπλέον γυρίσματα; Αποχώρησαν μέλη της ομάδας παραγωγής πριν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα;. Κυκλοφορούν φήμες ότι οι πρωταγωνιστές έχουν διαφωνίες; Όλα αυτά, λέει ο Guardian, συνηγορούν ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι κατώτερο του αναμενομένου. 
Το τέταρτο στοιχείο είναι ότι αναρτώνται αφίσες δίχως διθυραμβικές κριτικές: Συνήθως στις αφίσες φιλοξενούνται μικρές φράσεις από τις σημαντικότερες καλές κριτικές για μια ταινία. Αν μια αφίσα, δεν αναφέρει τίποτα από κριτικές, κατά τον Guardian οφείλεται σε δύο τινά: είτε η παραγωγή έχει βάλει «εμπάργκο» (οπότε, πού να βρεθούν οι κριτικές;) είτε γιατί δεν υπάρχουν καλές κριτικές για ανάδειξή τους στην αφίσα.
Τέλος, το πέμπτο στοιχείο είναι ότι υπάρχουν συνεντεύξεις για όλα πλην της ταινίας: Αν οι ηθοποιοί ξέρουν ότι έπαιξαν σε κάτι που αξίζει, γράφει ο Guardian, είναι σχεδόν βέβαιο ότι στις συνεντεύξεις για την προώθησή της θα μιλάνε γι’ αυτήν. Ειδάλλως θα μιλάνε για όλα εκτός από την ταινία: τη συνεργασία τους, τη σχέση τους με το σκηνοθέτη, τις δυνατότητες των τεχνικών, τις μαγευτικές τοποθεσίες των γυρισμάτων και το πόσο καλά πέρασαν σ΄ αυτά.
Το τελευταίο στοιχείο -συμπληρώνω εγώ- αποτελεί και τη μαγκιά ορισμένων κριτικών στη χώρα μας. Και φυσικά, δεν αναφέρομαι στους «διάφορους bloggers ή social celebrities που δεν έχουν άλλη δουλειά ή πρωινό ωράριο», όπως έγραψε κάποτε ο κ. Ηλίας Φραγκούλης στο www.freecinema.gr (αναφερόμενος σ’ αυτούς που γράφουν κριτικές αποδεκτές από την ελληνική διανομή, που «ενδιαφέρεται πρωτίστως για τον αριθμό των δημοσιευμάτων, παρά για την ποιότητα της υπογραφής ή του κειμένου»). 
Αναφέρομαι στους υπόλοιπους (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων), που γράφουν «περισπούδαστες» κριτικές από τις οποίες ο θεατής μαθαίνει πάρα πολλά γύρω από την ιστορία και την τέχνη του κινηματογράφου με όρους –κυρίως- αγγλόφωνους, αλλά στο τέλος δεν έχει πληροφορηθεί  αν πρέπει να μη δει την υπό κρίση ταινία. 
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται συχνότερα, όταν οι ταινίες είναι ελληνικές, όπου η κινηματογραφική κοινωνία είναι μικρή. Στις περιπτώσεις αυτές, γράφονται αρκετές κριτικές που, όπως αναφέρει και ο Guardian, θίγονται «πολλά θέματα εκτός από αυτή καθαυτή την ταινία»,. Λίγοι είναι οι κριτικοί, οι οποίοι σε ορισμένες ελληνικές ταινίες είναι ξεκάθαροι και τονίζουν ότι «η ταινία δεν βλέπεται». Υπάρχει βέβαια ένα άλλοθι, γι’ αυτούς που αναφέρουν πολλά παρεμφερή θέματα (το συνολικό έργο του σκηνοθέτη, τις προθέσεις του, τη φιλμογραφία των ηθοποιών, την επιλογή των τοποθεσιών, την εξαίρετη φωτογραφία ή τη μουσική κ.ά.) και σχεδόν τίποτα για την ίδια την ταινία. Το άλλοθι αυτό είναι, ό,τι πρέπει για να βοηθηθεί ο ελληνικός κινηματογράφος και γι’ αυτό το λόγο κρίνεται με επιείκεια.